G-theory

Θεωρία γενίκευσης.

Θεωρία που αναπτύχθηκε από τον Αμερικανό ψυχομετρολόγο Cronbach και τους συνεργάτες του κατά τη δεκαετία του '60. Αφορά τη διερεύνηση των επιδράσεων διάφορων παραγόντων στη διακύμανση της βαθμολογίας των τεστ. Ο αγγλικός όρος «g-theory», με τον οποίο αναφέρεται διεθνώς, αποτελεί συντόμευση του «generalizability theory». Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ο βαθμός ενός τεστ αποτελεί δείγμα ενός υποθετικού συνόλου πιθανών μετρήσεων που μπορούν να αναδείξουν τις πραγματικές δεξιότητες ή/και γνώσεις του αξιολογούμενου. Όταν ερμηνεύεται ο βαθμός που επιτυγχάνει ο αξιολογούμενος στο τεστ, εξάγεται ένα συμπέρασμα σχετικά με την επίδοσή του όχι μόνο κάτω από τις συνθήκες του συγκεκριμένου τεστ, αλλά και κάτω από διαφορετικές (π.χ. ενεργοποίηση των εξεταζόμενων δεξιοτήτων σε διαφορετικό χρόνο, τόπο ή/και ψυχολογικό κλίμα). Γίνεται, δηλαδή, γενίκευση του αποτελέσματος.

Για να έχει ισχύ αυτή η γενίκευση, πρέπει το δείγμα της επίδοσης του αξιολογούμενου να είναι αντιπροσωπευτικό και η μέτρηση αξιόπιστη. Αυτός είναι ο λόγος που ο Cronbach προτείνει μία διαδικασία που αποτελείται από δύο στάδια. Κατά το πρώτο, οι κατασκευαστές του τεστ, συνεκτιμώντας τον τρόπο που θα χρησιμοποιηθεί η βαθμολογία, σχεδιάζουν και υλοποιούν μια μελέτη, με σκοπό να αναδειχθούν οι πηγές διαφοροποίησης (διαφορετικοί αξιολογητές, προσωπικά χαρακτηριστικά του αξιολογούμενου, χαρακτηριστικά των δοκιμασιών και των μεθόδων συλλογής πληροφοριών, τυχαίοι παράγοντες) που έχει νόημα να ληφθούν υπόψη. Στη συνέχεια σχεδιάζονται οι διαδικασίες συλλογής των δεδομένων που θα επιτρέψουν στο συντάκτη του τεστ να διακρίνει τις πηγές διαφοροποίησης. Σε αυτό το στάδιο γίνεται επίσης πρόβλεψη του τρόπου διαχείρισης του τεστ σύμφωνα με τον σχεδιασμό που έχει προηγηθεί, και κατόπιν διεξάγονται οι κατάλληλες στατιστικές αναλύσεις (Bachman 1990:192-197). Ανάλογα με τα συμπεράσματα που θα προκύψουν, βελτιώνεται το τεστ ή οι διαδικασίες διαχείρισής του, και επαναλαμβάνεται η έρευνα γενίκευσης (g-study).

Αν τα αποτελέσματα του πρώτου σταδίου είναι ικανοποιητικά, οι κατασκευαστές του τεστ προχωρούν στο δεύτερο στάδιο, που ονομάζεται μελέτη αποφάσεων (decision study, αναφερόμενο διεθνώς ως D-study). Η μελέτη αυτή αφορά τη διαχείριση του τεστ κάτω από τις συνθήκες που θα χρησιμοποιηθεί στην τελική του μορφή, με σκοπό να ληφθούν οι αποφάσεις για τις οποίες έχει σχεδιαστεί. Η βασική επιδίωξη αυτής της δεύτερης μελέτης είναι η συλλογή πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο ερμηνείας και χρήσης της βαθμολογίας του τεστ.

Βιβλιογραφία

  • Bachman L. F. (1990). Fundamental Considerations in Language Testing. Oxford: Oxford University Press.
  • Gebril A. (2012). Generalizability Theory in Language Testing. In C. Chapelle, The Encyclopedia of Applied Linguistics. San Francisco: Wiley-Blackwell.
  • Jensen A. (1998). The g factor. Westport: Praeger.
  • Mehrens W., Lehmann I. (1991). Measurement and evaluation in education and psychology. Belmont: Wadswort.
  • Thorndike R. L., Thorndike-Crist T. (2010). Measurement and Evaluation in Education and Psychology. Boston: Pearson.