Adaptive tests

Προσαρμοσμένες δοκιμασίες. Λέκκα ά.χ.

Προσαρμοστικά (υπερ)μέσα. Τσίντζηρα 2010:7.

*Προσαρμοστικές δοκιμασίες/εξετάσεις.

Η προσαρμοστικότητα είναι μια ιδιότητα των οργάνων μέτρησης στην εκπαιδευτική αξιολόγηση που έγινε εφικτή χάρη στην ψηφιακή τεχνολογία. Ένα τεστ, δηλαδή μία δοκιμασία ή μία σειρά δοκιμασιών, μπορεί, κατά τη χρήση, να προσαρμόζεται σε μία ή περισσότερες ιδιότητες του ατόμου που εξετάζεται. Συνήθως η προσαρμοστικότητα σχετίζεται με το επίπεδο δυσκολίας.

Οι προσαρμοστικές δοκιμασίες, που συνήθως «τρέχουν» σε υπολογιστή (βλ. ηλεκτρονικό προσαρμοστικό τεστ), είναι ταυτόχρονα εξατομικευμένες, προγραμματισμένες και δυναμικές.

Μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι οι προσαρμοστικές δοκιμασίες, ως ιδέα, έχουν την αφετηρία τους στις τυποποιημένες γραπτές δοκιμασίες του κινήματος της «προγραμματισμένης διδασκαλίας» κατά τη διάρκεια των δεκαετιών ʾ50 και ʾ60. Αυτές οι ασκήσεις ήταν δύο ειδών: οι γραμμικές και οι διακλαδισμένες. Και οι δυο παρείχαν πληροφορίες σχετικά με την επίτευξη μάθησης σε ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο διδασκαλίας, μέσα από μια σειρά πλαισίων. Στο γραμμικό πρόγραμμα η επιτυχία κρινόταν από μια εντολή στο τέλος κάθε πλαισίου, ενώ στο διακλαδισμένο πρόγραμμα ήταν διαθέσιμες εναλλακτικές πορείες για πιο γρήγορους μαθητές (βλ. Skinner 1954:301-312, Roe 1962:407-416).

Οι προσαρμοστικές δοκιμασίες επεκτάθηκαν με τη χρήση μεταβλητών-διακλαδισμένων στρατηγικών και με τη διαχείρισή τους από υπολογιστή. Συνδυάζοντας τη δυσκολία της άσκησης με την ικανότητα, καλούν το μαθητή να λύσει κάθε φορά και μια πιο δύσκολη άσκηση, μέχρι να φτάσει στο ανώτερο σκορ του προσωπικού «γνωρίσματος» (trait) πάνω στο οποίο γίνεται η αξιολόγηση. Αυτή η στρατηγική είναι γνωστή ως «στρατηγική προσαρμοσμένης δοκιμασίας για το ανώτατο όριο πληροφορίας».

Βιβλιογραφία

  • Λέκκα Σ. (ά.χ.). Εισαγωγή στην Ψυχολογία. Πρόσβαση [on line]: http://www.psychol.ucy.ac.cy/material/lekka/UoC_Ch7_Leadership_GR.ppt [25/01/12].
  • Τσίντζηρα Κ. (2010). Προσαρμοστικό σύστημα διδασκαλίας μαθηματικών για μαθητές Δημοτικού. Διπλωματική εργασία. Τμήμα Πληροφορικής. Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Πρόσβαση[on line]: http://digilib.lib.unipi.gr/dspace/bitstream/unipi/3774/1/Tsintzira.pdf [30/06/13].


  • Roe A. (1962). A Comparison of Branching Methods for Programmed Learning. The Journal of Educational Research, 55/9: 407-416.
  • Skinner B. F. (1954). The science of learning and the art of teaching. In E. Stones, Readings in educational psychology. Oxon: Routledge, 301-312.