Validity

*Εγκυρότητα. Ζαβλανός 2003:319-320. Ingenkamp 2001:74, 96. Κασσωτάκης 200110:48- 49, 169. Τσιμπούκης 1979:89. Τσοπάνογλου 2010.

Ισχύς. Ingenkamp 2001:74, 96.

Κύρος. Δημητρόπουλος 20057:172, 255-256. Μάνος 1976:39-41.

Η εγκυρότητα ορίζεται από το «κατά πόσο το μέτρο που χρησιμοποιείται μετρά εκείνο ακριβώς που επιθυμούμε να μετρήσει» (Τσιμπούκης 1979:90). Ένας άλλος, ευρύτερος, ορισμός της εγκυρότητας μιας ερευνητικής διαδικασίας και, συνεπώς, και της εκπαιδευτικής αξιολόγησης ευρείας κλίμακας αναφέρεται στο βαθμό στον οποίο τα αποτελέσματα μιας μέτρησης, και, συνεπώς, της αξιολόγησης, εξάγουν συμπεράσματα τα οποία έχουν νόημα (meaningful), είναι αρμόζοντα (appropriate) και χρήσιμα (useful), με βάση το δεδομένο σκοπό της διεξαγωγής της (Τσοπάνογλου 20102:167).

Η εγκυρότητα δεν είναι έννοια που μπορεί να συλλάβει κανείς πλήρως κατανοώντας απλά τους παραπάνω ορισμούς, διότι είναι μια εννοιολογική δομή, της οποίας τα μέρη/στοιχεία είναι πολλά και αλληλοπροσδιοριζόμενα. Ο Τσοπάνογλου (2010:6) έχει εντοπίσει στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία 46 όρους που περιλαμβάνουν τη λέξη «validity» και έναν επιθετικό προσδιορισμό που την προσδιορίζει. Ορισμένοι, βέβαια, από τους όρους είναι συνώνυμοι, αλλά τελικώς 15-20 από αυτούς αναφέρονται σε σαφώς διακριτούς τύπους, ή καλύτερα διαστάσεις, της εγκυρότητας. Στο παρόν λεξικό αποφασίστηκε να περιληφθούν λίγοι μόνο από αυτούς, όπως η εγκυρότητα δομής, η εγκυρότητα συμφωνίας, η εγκυρότητα στη βάση κριτηρίων, κ.ά.

Η προαναφερθείσα πολυπλοκότητα της εγκυρότητας είναι σε κάποιο βαθμό ψευδής, αφού είναι εφικτό να κατασκευάσει κανείς τυπολογίες της εγκυρότητας που να περιλαμβάνουν πολύ μικρό αριθμό τύπων. Για παράδειγμα, μια εύχρηστη τυπολογία των κύριων τύπων εγκυρότητας είναι αυτή που τη διαχωρίζει σε εμπειρική και σε λογική, ανάλογα με το αν ο έλεγχος γίνεται βάσει εμπειρικών/ποσοτικών δεδομένων, και συνεπώς με χρήση στατιστικής μεθόδου, ή βάσει λογικής σκέψης, και συνεπώς με χρήση ποιοτικής μεθόδου ανάλυσης.

Είναι χρήσιμο στο σημείο αυτό να αντιπαραβάλουμε την έννοια της αξιοπιστίας με εκείνη της εγκυρότητας. Η πρώτη αφορά μόνο στο όργανο μέτρησης που χρησιμοποιείται, ενώ η δεύτερη αφορά στην έρευνα ως σύνολο. Η πρώτη, δε, θεωρείται προϋπόθεση της δεύτερης, στο βαθμό που μια αξιολογική έρευνα που έχει γίνει με χρήση αναξιόπιστου τεστ δεν μπορεί να είναι έγκυρη, όσο και αν έχει μεριμνήσει ο ερευνητής για άλλα στοιχεία της έρευνας, όπως τη δειγματοληψία, τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών διεξαγωγής, κτλ. Η συνύπαρξη αξιοπιστίας και εγκυρότητας είναι από τα βασικά μελήματα μιας έρευνας γενικά και της εκπαιδευτικής αξιολόγησης ειδικότερα, καθώς ορισμένες φορές η προσπάθεια κατασκευής ενός όσο γίνεται πιο αξιόπιστου τεστ μπορεί να λειτουργήσει σε βάρος της εγκυρότητας της όλης διαδικασίας (Hughes 2003:50).

Βιβλιογραφία

  • Δημητρόπουλος Ε. (20057). Η εκπαιδευτική αξιολόγηση: Η αξιολόγηση του μαθητή.

    Μέρος Δεύτερο. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.
  • Ζαβλανός Μ. (2003). Διδακτική και αξιολόγηση. Αθήνα: Εκδ. Σταμούλης.

  • Κασσωτάκης Μ. (200110). Η Αξιολόγηση της επιδόσεως των μαθητών: Μέσα, Μέθοδοι, προ­βλή­ματα, προοπτικές. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.

  • Μάνος Γ. Κ. (1976). Μέθοδοι Αξιολογήσεως της Επιδόσεως των Μαθητών. Αθήνα.

  • Τσιμπούκης Ι. Κ. (1979). Η Μέτρηση και η Αξιολόγηση στις Επιστήμες της Αγωγής: Βασικές έννοιες. Τ. Α'.Αθήνα: Ορόσημο.

  • Τσοπάνογλου Α. (2010). Η εγκυρότητα και ο έλεγχός της στην πιστοποίηση της γλωσσομά­θειας. Πρόσβαση [on line]: http://rcel.enl.uoa.gr/periodical/research2.htm [15/12/11].
  • Τσοπάνογλου Α. (20102). Μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας και εφαρμογές της στην αξιολόγηση της γλωσσικής κατάρτιση. Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ζήτη.

  • Hughes A (2003). Testing for Language Teachers. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Ingenkamp K. (2001). Εγχειρίδιο Παιδαγωγικής Διαγνωστικής (μτφρ. Λ. Κουτσούκης). Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.