Item analysis

*Ανάλυση ερωτημάτων. Τσοπάνογλου 2010:351.

Έλεγχος δυσκολίας και διακριτικότητας των «items» ενός test. Παγώνης 2011:237.

Η ανάλυση ερωτημάτων είναι η διαδικασία επεξεργασίας των απαντήσεων που έδωσαν οι εξεταζόμενοι σε καθένα από τα ερωτήματα ενός τεστ, με σκοπό τον έλεγχο της ποιότητας του κάθε ερωτήματος αλλά και ολόκληρου του τεστ. Τα αποτελέσματά της αξιοποιούνται κυρίως στη βελτίωση των ερωτημάτων του τεστ, έτσι ώστε να εξυπηρετήσουν πληρέστερα τις επιδιώξεις της εξέτασης στο μέλλον. Επίσης, η ανάλυση ερωτημάτων βοηθά τους διδάσκοντες στην κατασκευή των εξεταστικών δοκιμασιών.

Σύμφωνα με τον Τσοπάνογλου (20102:178), οι βασικές παραδοχές στις οποίες στηρίζεται η διαδικασία αυτή είναι οι ακόλουθες:

α) Κάθε ερώτημα στο τεστ μετράει μία μόνο συγκεκριμένη δεξιότητα.

β) Το τεστ, στο σύνολό του, όσα ελαττώματα και αν έχει, μετράει εγκυρότερα τις δεξιότητες των υποκειμένων απ' ό,τι το κάθε ερώτημα ξεχωριστά.

γ) Τα υποκείμενα που αξιολογήθηκαν με ένα τεστ έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά και διαθέτουν στον ίδιο βαθμό τη μετρούμενη δεξιότητα με τα υποκείμενα μιας πολύ μεγαλύτερης ομάδας ατόμων, που θα είχε λόγο και νόημα να αξιολογηθεί. Αυτή η ομάδα είναι οι ιδεατοί χρήστες του τεστ.

δ) Ο χρόνος διεξαγωγής ενός τεστ είναι πολύτιμος, γι' αυτό και κάθε ερώτημα που δε συμβάλλει αποτελεσματικά στο στόχο του τεστ αφαιρεί από αυτό εγκυρότητα.

Κατά την ανάλυση των ερωτημάτων συνήθως ελέγχεται: α) ο βαθμός δυσκολίας του ερωτήματος, β) η ικανότητα του κάθε ερωτήματος να διακρίνει τους εξεταζόμενους με κριτήριο τις γνώσεις ή/και τις δεξιότητες στις οποίες στοχεύει το τεστ, γ) η αποτελεσματικότητα των παραπλανητών, ο βαθμός, δηλαδή, στον οποίο οι λάθος προτεινόμενες απαντήσεις (π.χ. σε ένα ερώτημα πολλαπλής επιλογής) κατάφεραν να προσελκύσουν τους εξεταζόμενους με ελλιπείς γνώσεις ή/και δεξιότητες και μόνο αυτούς.

Για τη μέτρηση του βαθμού δυσκολίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο δείκτης δυσκολίας (IF ή ID ή P), για τον έλεγχο της διακριτικής ικανότητα των ερωτημάτων ο δείκτης διάκρισης (ID ή D) και για τον εντοπισμό των ακατάλληλων παραπλανητών ο δείκτης L (βλ. σχετικά Mehrens & Lehmann 1991:162-170, Izard 2005: 25-56, Τσοπάνογλου 20102:179-192). Οι παραπάνω δείκτες δεν είναι οι μοναδικοί που προτείνονται στη σχετική βιβλιογραφία, αλλά αποτελούν μάλλον τους πιο συχνά αναφερόμενους στις εργασίες που αφορούν τη δοκιμασιολογία.

Βιβλιογραφία

  • Παγώνης Κ. (2011). Γραπτή εξέταση των μαθητών και επιστημονική έρευνα. Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων, 17: 229-246.
  • Τσοπάνογλου Α. (2010). Η εγκυρότητα και ο έλεγχός της στην πιστοποίηση της γλωσσομά­θειας. Πρόσβαση [on line]: http://rcel.enl.uoa.gr/periodical/research2.htm [15/12/11].
  • Τσοπάνογλου Α. (20102). Μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας και εφαρμογές της στην αξιολόγηση της γλωσσικής κατάρτιση. Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ζήτη.

  • Izard J. (2005). Trial testing and item analysis in test construction. Paris: UNESCO International Institute for Educational Planning.
  • Mehrens W., Lehmann I. (1991). Measurement and evaluation in education and psychology. Belmont: Wadswort.