Internal consistency

Εσωτερική συνάφεια. Φουντουλάκης 2010.

*Εσωτερική συνέπεια. Δημητρόπουλος 20012:216.

Εσωτερική συνοχή. Γκιόσος 2008. Boud et al. 2002:8.

Ομοιογένεια. Τσοπάνογλου 20102:124, 135.

Η εσωτερική συνέπεια αποτελεί μία από τις βασικές συνιστώσες της αξιοπιστίας ενός οργάνου μέτρησης. Οι άλλες είναι η «σταθερότητα» (stability), η «ισοδυναμία» (equivalence) και η συνέπεια εκτιμήσεων (estimation consistency) (Δημητρόπουλος 20012:216). Λέμε ότι ένα όργανο έχει εσωτερική συνέπεια, όταν τα ερωτήματα και οι επιμέρους δοκιμασίες που το αποτελούν διαθέτουν ομοιογένεια.

Οι δείκτες μέτρησης της εσωτερικής συνέπειας εξετάζουν τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται τα μέρη ενός τεστ ή εκτιμούν το μέσο όρο της συνάφειας μεταξύ όλων των ερωτημάτων ενός τεστ με βάση τις επιδόσεις των εξετασμένων. Βασική επιδίωξη των σχετικών πρακτικών είναι να ελέγξουν αν τα διάφορα μέρη του τεστ συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο.

Για τη διενέργεια τέτοιων ελέγχων είναι απαραίτητη η ύπαρξη δύο προϋποθέσεων (Brown & Hudson 2002:164-165):

1) Το τεστ να αποτελείται από περισσότερα από ένα μέρη. Αν δηλαδή το τεστ περιλαμβάνει ένα ερώτημα ή καθήκον, σύμφωνα με την ορολογία του Κοινού Ευρωπαϊκού Πλαισίου Αναφοράς (π.χ. τη σύνταξη ενός κειμένου, όπως άρθρο ή γράμμα), η εξέταση της εσωτερικής συνέπειας είναι ανέφικτη.

2) Τα μέρη του τεστ πρέπει να είναι ομοιογενή όσον αφορά το περιεχόμενό τους και, κυρίως ως προς τη στόχευσή τους, ως προς αυτό που επιδιώκουν δηλαδή να μετρήσουν. Για παράδειγμα, αν ένα γλωσσικό τεστ ελέγχει, ταυτόχρονα ή σε διαφορετικό μέρος του, τη δεξιότητα κατανόησης προφορικού λόγου, την ικανότητα διατύπωσης άποψης, την ευχέρεια (fluency) και τη γνώση λεξιλογίου, δεν είναι δυνατός ο έλεγχος της εσωτερικής συνέπειας.

Η μέτρηση της εσωτερικής συνέπειας μπορεί να γίνει με την τεχνική των ημιμορίων (split-half), με τη χρήση δεικτών συνάφειας (όπως οι Cronbach's alpha, K-R20, K-R21) και με την εύρεση του σχετικού τυπικού σφάλματος (standard error).

Βιβλιογραφία

  • Γκιόσος Ι. (2008) Ανάπτυξη κλιμάκων μέτρησης στην εκπαιδευτική έρευνα: Οι έννοιες της εγκυρότητας και αξιοπιστίας. Πρόσβαση [on line]: http://www.odl.gr [19/06/09].
  • Δημητρόπουλος Ε. (20012). Εκπαιδευτική Αξιολόγηση. Η Αξιολόγηση του Μαθητή. Θεωρία-Πράξη-Προβλήματα. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.
  • Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις γλώσσες (2008). Μτφρ. του Common European Framework of Reference από τους Σ. Ευσταθιάδη, Α. Τσαγγαλίδη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Πρόσβαση [on line]:  http://www.komvos.edu.gr [12/02/09].
  • Τσοπάνογλου Α. (20102). Μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας και εφαρμογές της στην αξιολόγηση της γλωσσικής κατάρτιση. Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ζήτη.
  • Φουντουλάκης Κ. (2010). Ψυχομετρικές κλίμακες. Πρόσβαση [on line]: http://www.psychiatry.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=11:title-title-title-title-title-title-title-title-title-title-title-&catid=2:admin&Itemid=16 [30/06/11].


  • Boud D., Keogh R., Walker D. (2002). Reflection: Turning Experience into Learning. London and New York: Kogan Page. Μετάφραση αποσπάσματος 13 σελίδων από τη Δ. Ανδρι­τσάκου, Αναπτύσσοντας το στοχασμό. Πρόσβαση [on line]:http://www.adulteduc.gr/001/pdfs/theoritikes/boud.pdf.
  • Brown J. D., Hudson T. (2002). Criterion-referenced Language Testing. Cambridge: Cambridge University Press.
  • McDonald R. P. (1999). Test Theory: A Unified Treatment. Psychology Press.
  • Revelle W. (1979). Hierarchical cluster analysis and the internal structure of tests. Multivariate Behavioral Research, 14: 57-74.
  • Revelle W., Zinbarg R. (2009). Coefficients Alpha, Beta, Omega, and the glb: Comments on Sijtsma. Psychometrika, 74/1: 145-154.
  • Schmitt N. (1996). Uses and abuses of coefficient alpha. Psychological Assessment, 8: 350-353.
  • Zinbarg R., Revelle W., Yovel I., Li W. (2005). Cronbach's, Revelle's, and McDonald's: Their relations with each other and two alternative conceptualizations of reliability. Psychometrika, 70: 123-133.