ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Λήμμα


Κ
ανονική μορφή του λήμματος, που τυπώνεται με μαύρα στοιχεία, θεωρείται: για τα ουσιαστικά η ονομαστική ενικού, για τα επίθετα η ονομαστική ενικού και στα τρία γένη στο θετικό βαθμό, για τις αντωνυμίες και τα αριθμητικά η ονομαστική ενικού και στα τρία γένη, για τα ρήματα το πρώτο ενικό πρόσωπο της οριστικής του ενεργητικού ενεστώτα. Η αρχή αυτή παραβαίνεται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όπως είναι τα ουσιαστικά που έχουν μόνο πληθυντικό αριθμό (τα pluralia tantum), π.χ. έγκατα, αντίποινα, τα αποθετικά ρήματα, π.χ. επεξεργάζομαι, αισθάνομαι, και τα τριτοπρόσωπα ή απρόσωπα ρήματα, π.χ. είθισται, εξυπακούεται, πρέπει, πρόκειται.

Περιεχόμενα

α. Ουσιαστικό

Το ουσιαστικό προσδιορίζεται ως προς το γένος του με το άρθρο, που παρατίθεται με λευκά τυπογραφικά στοιχεία. Όταν ένα αρσενικό ουσιαστικό διαθέτει και το αντίστοιχο θηλυκό του (και αυτό συμβαίνει συνήθως σε ονόματα που σημαίνουν επάγγελμα και/ή ιδιότητα), το θηλυκό παρατίθεται κανονικά ως δεύτερος τύπος με μαύρα στοιχεία, π.χ. διευθυντής ο θηλ. διευθύντρια.

Εάν όμως το θηλυκό εμφανίζεται με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα από το αρσενικό, τότε το θηλυκό αποτελεί το κύριο λήμμα και το αρσενικό ακολουθεί ως δεύτερος τύπος, π.χ. νηπιαγωγός η αρσ. νηπιαγωγός, γαζώτρια η αρσ. γαζωτής. Θηλυκά όπως γειτονοπούλα, βασιλοπούλα λημματογραφούνται χωριστά από τα γειτονόπουλο, βασιλόπουλο.

Καταβλήθηκε προσπάθεια στο ΛΚΝ να περιληφθούν όσα θηλυκά ακούγονται στον προφορικό ή γράφονται στο γραπτό λόγο. Επειδή κάποια θηλυκά σχηματίζουν περισσότερους από έναν τύπους, παρατίθενται όσοι τύποι είναι συχνοί, συνοδευόμενοι, όπου υφίσταται διάκριση, από ένδειξη του επιπέδου γλώσσας, για να μπορεί ο χρήστης να χρησιμοποιήσει το σωστό θηλυκό στην κατάλληλη περίσταση, π.χ. γιατρός ο θηλ. γιατρός & (οικ.) γιατρίνα & (λαϊκότρ.) γιάτρισσα & γιατρέσα. Σε ορισμένα θηλυκά, εκτός από τον τύπο που είναι ομόηχος και ομόγραφος με τον αρσενικό, αναφέρεται και ο λόγιος τύπος που συμβαίνει να είναι ομόηχος όχι όμως και ομόγραφος, διατηρώντας το λόγιο σχηματισμό του, π.χ. πολίτης ο θηλ. πολίτης & (λόγ.) πολίτις.

Όταν ο τύπος για το αρσενικό και για το θηλυκό είναι κοινός, όταν, δηλαδή, αρσενικό και θηλυκό είναι ομόηχα και ομόγραφα, καταχωρίζονται και οι δύο τύποι, με φωνητική μεταγραφή και κλιτικό παράδειγμα, π.χ. φιλόλογος ο […] Ο20α θηλ. φιλόλογος […] Ο36. Σε ορισμένα ομόηχα και ομόγραφα ουσιαστικά κλιτικό παράδειγμα υπάρχει μόνο για το αρσενικό, π.χ. γραμματέας ο […] Ο21 θηλ. γραμματέας […]· αυτό συμβαίνει, επειδή στους πίνακες που παρατίθενται στο τέλος του λεξικού υπάρχει κλιτικό παράδειγμα μόνο για το αρσενικό.

Με δεδομένη τη δυσκολία που υπάρχει στο σχηματισμό των θηλυκών, ιδίως των επαγγελματικών, συντάχθηκαν ως ιδιαίτερα λήμματα τα επιθήματα με τα οποία σχηματίζονται τα θηλυκά ουσιαστικά, για να υποδηλωθεί ο τρόπος δημιουργίας άλλων ή νέων.

Σε άκλιτα ουσιαστικά ξενικής προέλευσης που έχουν δύο γραμματικά γένη, το δεύτερο γένος επαναλαμβάνεται ως δεύτερος τύπος· αποφεύγεται, δηλαδή, η παράθεση των δύο άρθρων δίπλα στο ουσιαστικό, π.χ. κομπινεζόν το & κομπινεζόν η (και όχι: κομπινεζόν το & η). Σε ουσιαστικά ξενικής επίσης προέλευσης που δέχονται ως δεύτερο τύπο τον πληθυντικό της ξένης γλώσσας από την οποία προέρχονται, ο δεύτερος τύπος δεν φανερώνει αναγκαστικά πολλά πρόσωπα ή πράγματα, π.χ. βιπ ο & βιπς ο, κλιπς το & κλιπ το. Το αν προηγείται ο ένας ή ο άλλος τύπος καθορίζεται από τη συχνότητα με την οποία εμφανίζεται ο τύπος αυτός στον προφορικό ή στο γραπτό λόγο.

Άκλιτα ουσιαστικά θεωρούνται επίσης:

  • αρχαία απαρέμφατα που επιβιώνουν στη νεοελληνική και χρησιμοποιούνται είτε στη φιλοσοφική γλώσσα είτε σε φράσεις και εκφράσεις του κοινού γραπτού ή προφορικού λόγου, π.χ. είναι το, δούναι το.
  • ορισμένες αντωνυμίες, σε συγκεκριμένες χρήσεις, π.χ. εγώ το.

β. Επίθετο

Στο επίθετο ο τύπος του αρσενικού γράφεται ολόκληρος, ενώ για τα άλλα γένη γράφεται μόνο το τμήμα της λέξης που αλλάζει (και συνήθως συμπίπτει με την κατάληξη), π.χ. καλός -ή -ό, βαθύς -ιά -ύ.

Οι τυχόν διπλοί τύποι του θηλυκού δηλώνονται με ποικίλους τρόπους. Συχνά χωρίζονται με μία πλάγια γραμμή (/), π.χ. νηστικός -ή / -ιά -ό, όπου οι δύο τύποι του θηλυκού θεωρούνται όμοιας συχνότητας. Εάν κάποιος από τους τύπους του θηλυκού δεν αφορά όλες τις σημασίες του λήμματος, αυτό δηλώνεται ύστερα από το κλιτικό παράδειγμα, π.χ. νευρικός -ή/-ιά -ό […] Ε1, θηλ. και Ε2 στη σημ. 2β. Άλλη περίπτωση διαφοροποίησης του θηλυκού επιθέτων στοιχειοθετείται από την ύπαρξη τύπου που κλίνεται ως ουσιαστικό, π.χ. ναζιάρης-ικο […] Ε9 θηλ. & ναζού […] Ε (βλ. Ο37).

Όταν ο δεύτερος τύπος του θηλυκού ενός επιθέτου είναι διαφοροποιημένος και ίσως λόγιος, ο τύπος αυτός παρατίθεται ως γραμματική πληροφορία (με πλάγια τυπογραφικά στοιχεία), ως τύπος που δεν τον καλύπτει το κλιτικό παράδειγμα του επιθέτου, π.χ. νεαρός -ή -ό […] Ε1 λόγ. θηλ. και νεαρά, αριστερός -ή -ό […] Ε1 θηλ. και αριστερά στις σημ. Ι2, ΙΙ1. Εδώ δηλώνεται και αν ο τύπος ισχύει για όλες ή για ορισμένες σημασίες του λήμματος.

Με ιδιαίτερο τρόπο αντιμετωπίζονται τα λόγια τριγενή και δικατάληκτα επίθετα σε -ων -ων -ον, για την κλίση και το σχηματισμό των οποίων παραπέμπεται ο χρήστης στο λήμμα -ων -ων -ον. Παράλληλα λημματογραφείται και ο εκδημοτικισμένος τύπος αυτών των επιθέτων, εφόσον υπάρχει, πάλι με παραπομπή στο λήμμα -ων -ων -ον· στον εκδημοτικισμένο τύπο αναφέρεται κλιτικό παράδειγμα, που παραπέμπει σε κλίση ουσιαστικού, π.χ. νοήμονας […] για τα άλλα γένη βλ. -ων-ων -ον· Ε (βλ. Ο5).

Το επίθετο αναγράφεται πάντοτε και στα τρία γένη, ακόμη και όταν δεν είναι βέβαιο αν χρησιμοποιείται σε όλα, αν πρόκειται, δηλαδή, για ελλειπτικό επίθετο που εκφράζει ιδιότητα η οποία αποδίδεται συνήθως σε ένα μόνο γένος, π.χ. περδικόστηθος. Στην περίπτωση αυτή αναφέρεται σε παρένθεση ποιο είναι το συχνότερο γένος, π.χ. "(συνήθ. στο θηλ.)", ενώ τα άλλα γένη του λήμματος θεωρούνται υποθετικοί τύποι και καταχωρίζονται για να δοθεί στο χρήστη η δυνατότητα να τα χρησιμοποιήσει, εφόσον το επιθυμεί.

Ορισμένα κλιτά επίθετα που δηλώνουν χρώμα διαθέτουν και έναν άκλιτο τύπο, που συμπίπτει με το ουδέτερο αλλά χρησιμοποιείται και για τα τρία γένη· στην περίπτωση αυτή οι δύο τύποι λημματογραφούνται μαζί, ο καθένας με τις δικές του πληροφορίες για την προφορά και την κλίση, π.χ. θαλασσής -ιά -ί [ …] Ε8 & θαλασσί […] Ε (άκλ.).

Ως επίθετα αντιμετωπίζονται και ορισμένες κοινές ή λόγιες μετοχές, π.χ. νευριασμένος -η -ο, νενομισμένος, -η -ο

γ. Αντωνυμία

Στις αντωνυμίες που κλίνονται όπως τα επίθετα ο τύπος του αρσενικού παρατίθεται ολόκληρος, ενώ για τα άλλα γένη αναγράφεται μόνο το τμήμα της λέξης που αλλάζει (και συνήθως συμπίπτει με την κατάληξη). Για την κλίση ο χρήστης παραπέμπεται στα αντίστοιχα κλιτικά παραδείγματα των επιθέτων, π.χ. τόσος -η ο αντων. δεικτ. (βλ. Ε3), ποιος-ο αντων. ερωτ. (βλ. Ε2).

Τα τρία πρόσωπα της προσωπικής αντωνυμίας αποτελούν ιδιαίτερα λήμματα στην οικεία αλφαβητική θέση, εγώ, εσύ, αυτός.

δ. Ρήμα, μετοχή

Στα ρήματα αναγράφεται ο ενεργητικός τύπος και, εφόσον υπάρχει, ακολουθεί ο παθητικός, π.χ. βάφω […] -ομαι. Ο παθητικός τύπος παρατίθεται στο πρώτο πρόσωπο, ακόμη και αν συνηθίζεται περισσότερο στο τρίτο. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις παρατίθεται στο τρίτο πρόσωπο, επειδή το πρόσωπο αυτό θεωρείται κοινότερο και, κατά κάποιον τρόπο, η χρήση του ρήματος αποκλείεται στο πρώτο πρόσωπο. Έτσι, μετά τον ενεργητικό τύπο παρατίθενται οι παθητικές καταλήξεις -εται, -είται (αντί -ομαι, -ούμαι) κτλ., π.χ. συμπεραίνω […] -εται, συμφωνώ […] -είται.

Όταν ένα ρήμα διαθέτει ενεργητική φωνή αλλά χρησιμοποιείται συνήθως στην παθητική, το λήμμα καταχωρίζεται με τον ενεργητικό τύπο με παράθεση του παθητικού. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ανάλυση του λήμματος δεν ασχολείται με τον ενεργητικό τύπο, π.χ. στο λήμμα στροβιλίζω […] -ομαι P2.l (συνήθ. παθ.). Η ένδειξη "(συνήθ. παθ.)" μπορεί να δηλώνεται και στην ανάλυση κάποιας σημασίας, π.χ. στη σημασία 4β του λήμματος δοκιμάζω. Όταν ο παθητικός τύπος αφορά μόνο συγκεκριμένες σημασίες του λήμματος, αυτό δηλώνεται ρητά, π.χ. στο λήμμα ζητώ & -άω, -ιέμαι (στη σημ.1β) Pl0.ll & -ούμαι (στις σημ.1, 2) Ρ10.9β.

Αν ο παθητικός τύπος ενός ρήματος έχει την ίδια σημασία με τον ενεργητικό, αντιμετωπίζεται ως δεύτερος τύπος, π.χ. ζένω & ζένομαι. Για ορισμένα όμως ρήματα ο παθητικός τύπος μπορεί να θεωρηθεί συχνότερος και να αναγραφεί πρώτος, π.χ. υπερασπίζομαι & υπερασπίζω.

Σε όσα ρήματα δεν σχηματίζουν παθητική φωνή αλλά μόνο μετοχή παθητικού παρακειμένου, η μετοχή αυτή αναφέρεται στις γραμματικές πληροφορίες του λήμματος, π.χ. λαθεύω […] Ρ5.2α μππ. λαθεμένος.

Στα ρήματα της δεύτερης συζυγίας, πρώτης τάξης, δηλαδή αυτά που λήγουν σε -ώ, -άς, -ά, καταχωρίζεται και ο τύπος σε -άω, εφόσον συναντιέται, π.χ. αγαπώ & -άω. Πολλές φορές μάλιστα ο τύπος σε -άω καταχωρίζεται ως κύριο λήμμα, επειδή θεωρείται συχνότερος, π.χ. βαράω & -ώ.

Ορισμένα διπλοσχημάτιστα ρήματα με κοινό αόριστο σε -ισα έχουν λημματογραφηθεί μαζί, π.χ. ανθίζω & ανθώ. Όσα όμως διαφοροποιούνται, ως προς τη σημασία ή/και τη συχνότητα με την οποία εμφανίζονται στη γλώσσα, αποτελούν χωριστά λήμματα, π.χ. χαιρετώ και χαιρετίζω.

Αρχαίες μετοχές του παρακειμένου με αναδιπλασιασμό που χρησιμοποιούνται στην κοινή ως ουσιαστικά ή ως επίθετα λημματογραφούνται στην οικεία τους αλφαβητική θέση, π.χ. εκτεταμένος, σεσημασμένος. Όσες από αυτές έχουν απομακρυνθεί τελείως από τα ρήματα από τα οποία προέρχονται δεν αναφέρονται στα λήμματα των σχετικών ρημάτων, π.χ. συγκεκριμένος, επιτετραμμένος. Όσες όμως θεωρήθηκε ότι δεν έχουν αυτονομηθεί πλήρως αναφέρονται και στο ρήμα από το οποίο προέρχονται· στην περίπτωση αυτή η μετοχή σημειώνεται στις γραμματικές πληροφορίες του ρήματος χωρίς να αναλύεται σ' αυτό, και ο χρήστης παραπέμπεται με αστερίσκο για την ανάλυσή της σε ιδιαίτερο λήμμα, π.χ. συντρίβω […] -ομαι Ρ μππ. συντετριμμένος*. Το ίδιο συμβαίνει και με τις μετοχές από τις οποίες παράγονται επιρρήματα, π.χ. λυπώ […] -ούμαι Ρ μππ. λυπημένος*.

Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα σε -οντας, -ώντας καθώς και μετοχές παθητικού ενεστώτα σε -όμενος, -ούμενος αναλύονται στο ρήμα από το οποίο προέρχονται, π.χ. τρέχοντας στο τρέχω, πηδώντας στο πηδώ, ενδιαφερόμενος στο ενδιαφέρομαι, κινούμενος στο κινώ. Αντίθετα, αντιμετωπίστηκαν ως ιδιαίτερα λήμματα οι μετοχές παθητικού παρακειμένου που είναι πλέον καθαρά επίθετα με δική τους ανάλυση, ιδιαίτερες σημασίες και πλούτο άλλων γλωσσικών πληροφοριών, π.χ. αγαπημένος -η -ο (αλλά και σ' αυτή την περίπτωση ο χρήστης θα βρει τη μετοχή στο ρήμα αγαπώ όπου αστερίσκος παραπέμπει για ανάλυση στο λήμμα αγαπημένος).

Όταν τα προσωπικά ρήματα έχουν και απρόσωπη ή τριτοπρόσωπη σημασία, αυτό δηλώνεται στο προσωπικό ρήμα, π.χ. βρέχω, γίνομαι, ξημερώνω.

ε. Άκλιτα μέρη του λόγου

Η γραμματική κατηγορία στην οποία ανήκουν αυτά τα λήμματα αναφέρεται αμέσως μετά τη φωνητική μεταγραφή, π.χ. λίγο […] επίρρ. Κάποτε προστίθενται και επί μέρους χαρακτηρισμοί, όπως αν πρόκειται για τοπικό ή για χρονικό κτλ. επίρρημα, π.χ. εκεί […] επίρρ. τοπ. δεικτ.

Τελευταία Ενημέρωση: 15 Φεβ 2008, 17:55