ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ6


Ρ6α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.τρατάρωτρατάρειςτρατάρειτρατάρο(υ)μετρατάρετετρατάρουν
 προστ. τράταρε  τρατάρετε 
 μτχ.τρατάροντας     
πρτ.οριστ.τράταρατράταρεςτράταρετρατάραμετρατάρατετράταραν
  τρατάριζατρατάριζεςτρατάριζετραταρίζαμετραταρίζατετρατάριζαν
αόρ.οριστ.τράταρατράταρεςτράταρετρατάραμετρατάρατετράταραν
  τρατάρισατρατάρισεςτρατάρισετραταρίσαμετραταρίσατετρατάρισαν
 υποτ.τρατάρωτρατάρειςτρατάρειτρατάρο(υ)μετρατάρετετρατάρουν
 προστ. τράταρε, τρατάρισε  τρατάρετε 
 απαρέμφ.τρατάρει     
πρκ.οριστ.έχω τρατάρει (ή έχω τραταρισμένο)
 υποτ.να έχω τρατάρει (ή να έχω τραταρισμένο)
εξακολ. μέλλ. θα τρατάρω
στιγμ. μέλλ. θα τρατάρω
υπερσ. είχα τρατάρει (ή είχα τραταρισμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω τρατάρει (ή θα έχω τραταρισμένο)
Ρ6β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.τρατάρομαιτρατάρεσαιτρατάρεταιτραταρόμαστετρατάρεστετρατάρονται
 προστ. (τρατάρου)  (τρατάρεστε) 
πρτ.οριστ.τραταριζόμουντραταριζόσουντραταριζόταντραταριζόμασταντραταριζόσασταντραταρίζονταν
αόρ.οριστ.τραταρίστηκατραταρίστηκεςτραταρίστηκετραταριστήκαμετραταριστήκατετραταρίστηκαν
 υποτ.τραταριστώτραταριστείςτραταριστείτραταριστούμετραταριστείτετραταριστούν
 προστ. τραταρίσου  τραταριστείτε 
 απαρέμφ.τραταριστεί     
πρκ.οριστ.έχω τραταριστεί (ή είμαι τραταρισμένος)
 υποτ.να έχω τραταριστεί (ή να είμαι τραταρισμένος)
 μτχ.τραταρισμένος
εξακολ. μέλλ. θα τρατάρομαι
στιγμ. μέλλ. θα τραταριστώ
υπερσ. είχα τραταριστεί (ή ήμουν τραταρισμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω τραταριστεί ( ή θα είμαι τραταρισμένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53