ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ10.2


Ρ10.2α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.ζουπώ, -άωζουπάςζουπά(ει)ζουπούμε, -άμεζουπάτεζουπούν, -άν
 προστ. ζούπα  ζουπάτε 
 μτχ.ζουπώντας     
πρτ.οριστ.ζουπούσαζουπούσεςζουπούσεζουπούσαμεζουπούσατεζουπούσαν
αόρ.οριστ.ζούπηξαζούπηξεςζούπηξεζουπήξαμεζουπήξατεζούπηξαν
  ζούπησαζούπησεςζούπησεζουπήσαμεζουπήσατεζούπησαν
 υποτ.ζουπήξωζουπήξειςζουπήξειζουπήξο(υ)μεζουπήξετεζουπήξουν
  ζουπήσωζουπήσειςζουπήσειζουπήσο(υ)μεζουπήσετεζουπήσουν
 προστ. ζούπηξε, ζούπησε  ζουπήξτε, ζουπήστε 
 απαρέμφ.ζουπήξει, ζουπήσει     
πρκ.οριστ.έχω ζουπήξει, έχω ζουπήσει ( ή έχω ζουπηγμένο, έχω ζουπημένο )
 υποτ.να έχω ζουπήξει, να έχω ζουπήσει ( ή να έχω ζουπηγμένο, να έχω ζουπημένο )
εξακολ. μέλλ. θα ζουπώ, θα ζουπάω
στιγμ. μέλλ. θα ζουπήξω, θα ζουπήσω
υπερσ. είχα ζουπήξει, είχα ζουπήσει ( ή είχα ζουπηγμένο, είχα ζουπημένο )
συντελ. μέλλ. θα έχω ζουπήξει, θα έχω ζουπήσει (ή θα έχω ζουπηγμένο, θα έχω ζουπημένο)
Ρ10.2β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.ζουπιέμαιζουπιέσαιζουπιέταιζουπιόμαστεζουπιέστεζουπιούνται
πρτ.οριστ.ζουπιόμουνζουπιόσουνζουπιότανζουπιόμαστανζουπιόσαστανζουπιόνταν
αόρ.οριστ.ζουπήχτηκαζουπήχτηκεςζουπήχτηκεζουπηχτήκαμεζουπηχτήκατεζουπήχτηκαν
  ζουπήθηκαζουπήθηκεςζουπήθηκεζουπηθήκαμεζουπηθήκατεζουπήθηκαν
 υποτ.ζουπηχτώζουπηχτείςζουπηχτείζουπηχτούμεζουπηχτείτεζουπηχτούν
  ζουπηθώζουπηθείςζουπηθείζουπηθούμεζουπηθείτεζουπηθούν
 προστ. ζουπήξου, ζουπήσου  ζουπηχτείτε, ζουπηθείτε 
 απαρέμφ.ζουπηχτεί, ζουπηθεί     
πρκ.οριστ.έχω ζουπηχτεί, έχω ζουπηθεί (ή είμαι ζουπηγμένος, είμαι ζουπημένος)
 υποτ.να έχω ζουπηχτεί, να έχω ζουπηθεί (ή να είμαι ζουπηγμένος, να είμαι ζουπημένος)
 μτχ.ζουπηγμένος, ζουπημένος
εξακολ. μέλλ. θα ζουπιέμαι
στιγμ. μέλλ. θα ζουπηχτώ, θα ζουπηθώ
υπερσ. είχα ζουπηχτεί, είχα ζουπηθεί (ή ήμουν ζουπηγμένος, ήμουν ζουπημένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω ζουπηχτεί, θα έχω ζουπηθεί (ή θα είμαι ζουπηγμένος, θα είμαι ζουπημένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53