ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ7.2


Ρ7.2α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.λιπαίνωλιπαίνειςλιπαίνειλιπαίνο(υ)μελιπαίνετελιπαίνουν
 προστ. λίπαινε  λιπαίνετε 
 μτχ.λιπαίνοντας     
πρτ.οριστ.λίπαιναλίπαινεςλίπαινελιπαίναμελιπαίνατελίπαιναν
αόρ.οριστ.λίπαναλίπανεςλίπανελιπάναμελιπάνατελίπαναν
 υποτ.λιπάνωλιπάνειςλιπάνειλιπάνο(υ)μελιπάνετελιπάνουν
 προστ. λίπανε  λιπάνετε 
 απαρέμφ.λιπάνει     
πρκ.οριστ.έχω λιπάνει (ή έχω λιπασμένο)
 υποτ.να έχω λιπάνει (ή να έχω λιπασμένο)
εξακολ. μέλλ. θα λιπαίνω
στιγμ. μέλλ. θα λιπάνω
υπερσ. είχα λιπάνει (ή είχα λιπασμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω λιπάνει (ή θα έχω λιπασμένο)
Ρ7.2β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.λιπαίνομαιλιπαίνεσαιλιπαίνεταιλιπαινόμαστελιπαίνεστελιπαίνονται
 προστ. (λιπαίνου)  (λιπαίνεστε) 
πρτ.οριστ.λιπαινόμουνλιπαινόσουνλιπαινότανλιπαινόμαστανλιπαινόσαστανλιπαίνονταν
αόρ.οριστ.λιπάνθηκαλιπάνθηκεςλιπάνθηκελιπανθήκαμελιπανθήκατελιπάνθηκαν
 υποτ.λιπανθώλιπανθείςλιπανθείλιπανθούμελιπανθείτελιπανθούν
 προστ.    λιπανθείτε 
 απαρέμφ.λιπανθεί     
πρκ.οριστ.έχω λιπανθεί (ή είμαι λιπασμένος)
 υποτ.να έχω λιπανθεί (ή να είμαι λιπασμένος)
 μτχ.λιπασμένος
εξακολ. μέλλ. θα λιπαίνομαι
στιγμ. μέλλ. θα λιπανθώ
υπερσ. είχα λιπανθεί (ή ήμουν λιπασμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω λιπανθεί ( ή θα είμαι λιπασμένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53