ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ7


Ρ7.1α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.μαραίνωμαραίνειςμαραίνειμαραίνο(υ)μεμαραίνετεμαραίνουν
 προστ. μάραινε  μαραίνετε 
 μτχ.μαραίνοντας     
πρτ.οριστ.μάραιναμάραινεςμάραινεμαραίναμεμαραίνατεμάραιναν
αόρ.οριστ.μάραναμάρανεςμάρανεμαράναμεμαράνατεμάραναν
 υποτ.μαράνωμαράνειςμαράνειμαράνο(υ)μεμαράνετεμαράνουν
 προστ. μάρανε  μαράνετε 
 απαρέμφ.μαράνει     
πρκ.οριστ.έχω μαράνει (ή έχω μαραμένο)
 υποτ.να έχω μαράνει (ή να έχω μαραμένο)
εξακολ. μέλλ. θα μαραίνω
στιγμ. μέλλ. θα μαράνω
υπερσ. είχα μαράνει (ή είχα μαραμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω μαράνει ( ή θα έχω μαραμένο )
Ρ7.1β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.μαραίνομαιμαραίνεσαιμαραίνεταιμαραινόμαστεμαραίνεστεμαραίνονται
 προστ. (μαραίνου)  (μαραίνεστε) 
πρτ.οριστ.μαραινόμουνμαραινόσουνμαραινότανμαραινόμαστανμαραινόσαστανμαραίνονταν
αόρ.οριστ.μαράθηκαμαράθηκεςμαράθηκεμαραθήκαμεμαραθήκατεμαράθηκαν
 υποτ.μαραθώμαραθείςμαραθείμαραθούμεμαραθείτεμαραθούν
 προστ.    μαραθείτε 
απαρέμφ.μαραθεί      
πρκ.οριστ.έχω μαραθεί (ή είμαι μαραμένος)
 υποτ.να έχω μαραθεί (ή να είμαι μαραμένος)
 μτχ.μαραμένος
εξακολ. μέλλ. θα μαραίνομαι
στιγμ. μέλλ. θα μαραθώ
υπερσ. είχα μαραθεί (ή ήμουν μαραμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω μαραθεί (ή θα είμαι μαραμένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53