ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ1


Ρ1α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.κλειδώνωκλειδώνειςκλειδώνεικλειδώνο(υ)μεκλειδώνετεκλειδώνουν
 προστ. κλείδωνε  κλειδώνετε 
 μτχ.κλειδώνοντας     
πρτ.οριστ.κλείδωνακλείδωνεςκλείδωνεκλειδώναμεκλειδώνατεκλείδωναν
αόρ.οριστ.κλείδωσακλείδωσεςκλείδωσεκλειδώσαμεκλειδώσατεκλείδωσαν
 υποτ.κλειδώσωκλειδώσειςκλειδώσεικλειδώσο(υ)μεκλειδώσετεκλειδώσουν
 προστ.κλείδωσεκλειδώστε    
 απαρέμφ.κλειδώσει     
πρκ.οριστ.έχω κλειδώσει (ή έχω κλειδωμένο)
 υποτ.να έχω κλειδώσει (ή να έχω κλειδωμένο)
εξακολ. μέλλ. θα κλειδώνω
στιγμ. μέλλ. θα κλειδώσω
υπερσ. είχα κλειδώσει ( ή είχα κλειδωμένο )
συντελ. μέλλ. θα έχω κλειδώσει (ή θα έχω κλειδωμένο)
P1β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.κλειδώνομαικλειδώνεσαικλειδώνεταικλειδωνόμαστεκλειδώνεστεκλειδώνονται
 προστ. (κλειδώνου)  (κλειδώνεστε) 
πρτ.οριστ.κλειδωνόμουνκλειδωνόσουνκλειδωνότανκλειδωνόμαστανκλειδωνόσαστανκλειδώνονταν
αόρ.οριστ.κλειδώθηκακλειδώθηκεςκλειδώθηκεκλειδωθήκαμεκλειδωθήκατεκλειδώθηκαν
 υποτ.κλειδωθώκλειδωθείςκλειδωθείκλειδωθούμεκλειδωθείτεκλειδωθούν
 προστ.κλειδώσουκλειδωθείτε    
 απαρέμφ.κλειδωθεί     
πρκ.οριστ.έχω κλειδωθεί (ή είμαι κλειδωμένος)
 υποτ.να έχω κλειδωθεί (ή να είμαι κλειδωμένος)
 μτχ.κλειδωμένος
εξακολ. μέλλ. θα κλειδώνομαι
στιγμ. μέλλ. θα κλειδωθώ
υπερσ. είχα κλειδωθεί (ή ήμουν κλειδωμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω κλειδωθεί ( ή θα είμαι κλειδωμένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53