ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ7.4


Ρ7.4α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.απαλαίνωαπαλαίνειςαπαλαίνειαπαλαίνο(υ)μεαπαλαίνετεαπαλαίνουν
 προστ. απάλαινε  απαλαίνετε 
 μτχ.απαλαίνοντας     
πρτ.οριστ.απάλαινααπάλαινεςαπάλαινεαπαλαίναμεαπαλαίνατεαπάλαιναν
αόρ.οριστ.απάλυνααπάλυνεςαπάλυνεαπαλύναμεαπαλύνατεαπάλυναν
 υποτ.απαλύνωαπαλύνειςαπαλύνειαπαλύνο(υ)μεαπαλύνετεαπαλύνουν
 προστ. απάλυνε  απαλύνετε 
 απαρέμφ.απαλύνει     
πρκ.οριστ.έχω απαλύνει (ή έχω απαλυμένο)
 υποτ.να έχω απαλύνει (ή να έχω απαλυμένο)
εξακολ. μέλλ. θα απαλαίνω
στιγμ. μέλλ. θα απαλύνω
υπερσ. είχα απαλύνει (ή είχα απαλυμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω απαλύνει (ή θα έχω απαλυμένο)
Ρ7.4β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.απαλαίνομαιαπαλαίνεσαιαπαλαίνεταιαπαλαινόμαστεαπαλαίνεστεαπαλαίνονται
 προστ. (απαλαίνου)  (απαλαίνεστε) 
πρτ.οριστ.απαλαινόμουναπαλαινόσουναπαλαινόταναπαλαινόμασταναπαλαινόσασταναπαλαίνονταν
αόρ.οριστ.απαλύνθηκααπαλύνθηκεςαπαλύνθηκεαπαλυνθήκαμεαπαλυνθήκατεαπαλύνθηκαν
 υποτ.απαλυνθώαπαλυνθείςαπαλυνθείαπαλυνθούμεαπαλυνθείτεαπαλυνθούν
 προστ.    απαλυνθείτε 
 απαρέμφ.απαλυνθεί     
πρκ.οριστ.έχω απαλυνθεί (ή είμαι απαλυμένος)
 υποτ.να έχω απαλυνθεί (ή να είμαι απαλυμένος)
 μτχ.απαλυμένος
εξακολ. μέλλ. θα απαλαίνομαι
στιγμ. μέλλ. θα απαλυνθώ
υπερσ. είχα απαλυνθεί (ή ήμουν απαλυμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω απαλυνθεί (ή θα είμαι απαλυμένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53