ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ4


Ρ4α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ./ υποτ.κρύβωκρύβειςκρύβεικρύβο(υ)μεκρύβετεκρύβουν
 προστ. κρύβε  κρύβετε 
 μτχ.κρύβοντας     
πρτ.οριστ.έκρυβαέκρυβεςέκρυβεκρύβαμεκρύβατεέκρυβαν
αόρ.οριστ.έκρυψαέκρυψεςέκρυψεκρύψαμεκρύψατεέκρυψαν
 υποτ.κρύψωκρύψειςκρύψεικρύψο(υ)μεκρύψετεκρύψουν
 προστ. κρύψε  κρύψτε 
 απαρέμφ.κρύψει     
πρκ.οριστ.έχω κρύψει (ή έχω κρυμμένο)
 υποτ.να έχω κρύψει (ή να έχω κρυμμένο)
εξακολ. μέλλ. θα κρύβω
στιγμ. μέλλ. θα κρύψω
υπερσ. είχα κρύψει (ή είχα κρυμμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω κρύψει ( ή θα έχω κρυμμένο )
Ρ4β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.κρύβομαικρύβεσαικρύβεταικρυβόμαστεκρύβεστεκρύβονται
 προστ. (κρύβου)  (κρύβεστε) 
πρτ.οριστ.κρυβόμουνκρυβόσουνκρυβότανκρυβόμαστανκρυβόσαστανκρύβονταν
αόρ.οριστ.κρύφτηκακρύφτηκεςκρύφτηκεκρυφτήκαμεκρυφτήκατεκρύφτηκαν
 υποτ.κρυφτώκρυφτείςκρυφτείκρυφτούμεκρυφτείτεκρυφτούν
 προστ. κρύψου  κρυφτείτε 
 απαρέμφ.κρυφτεί     
πρκ.οριστ.έχω κρυφτεί (ή είμαι κρυμμένος)
 υποτ.να έχω κρυφτεί (ή να είμαι κρυμμένος)
 μτχ.κρυμμένος
εξακολ. μέλλ. θα κρύβομαι
στιγμ. μέλλ. θα κρυφτώ
υπερσ. είχα κρυφτεί (ή ήμουν κρυμμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω κρυφτεί ( ή θα είμαι κρυμμένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53