ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ8


Ρ8.1α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.ευκολύνωευκολύνειςευκολύνειευκολύνο(υ)μεευκολύνετεευκολύνουν
 προστ. ευκόλυνε  ευκολύνετε 
 μτχ.ευκολύνοντας     
πρτ.οριστ.ευκόλυναευκόλυνεςευκόλυνεευκολύναμεευκολύνατεευκόλυναν
αόρ.οριστ.ευκόλυναευκόλυνεςευκόλυνεευκολύναμεευκολύνατεευκόλυναν
 υποτ.ευκολύνωευκολύνειςευκολύνειευκολύνο(υ)μεευκολύνετεευκολύνουν
 προστ. ευκόλυνε  ευκολύνετε 
 απαρέμφ.ευκολύνει     
πρκ.οριστ.έχω ευκολύνει (ή έχω ευκολυμένο)
 υποτ.να έχω ευκολύνει (ή να έχω ευκολυμένο)
εξακολ. μέλλ. θα ευκολύνω
στιγμ. μέλλ. θα ευκολύνω
υπερσ. είχα ευκολύνει (ή είχα ευκολυμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω ευκολύνει (ή θα έχω ευκολυμένο)
Ρ8.1β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.ευκολύνομαιευκολύνεσαιευκολύνεταιευκολυνόμαστεευκολύνεστεευκολύνονται
 προστ. (ευκολύνου)  (ευκολύνεστε) 
πρτ.οριστ.ευκολυνόμουνευκολυνόσουνευκολυνότανευκολυνόμαστανευκολυνόσαστανευκολύνονταν
αόρ.οριστ.ευκολύνθηκαευκολύνθηκεςευκολύνθηκεευκολυνθήκαμεευκολυνθήκατεευκολύνθηκαν
 υποτ.ευκολυνθώευκολυνθείςευκολυνθείευκολυνθούμεευκολυνθείτεευκολυνθούν
 προστ. ευκολύνσου  ευκολυνθείτε 
 απαρέμφ.ευκολυνθεί     
πρκ.οριστ.έχω ευκολυνθεί (ή είμαι ευκολυμένος)
 υποτ.να έχω ευκολυνθεί (ή να είμαι ευκολυμένος)
 μτχ.ευκολυμένος
εξακολ. μέλλ. θα ευκολύνομαι
στιγμ. μέλλ. θα ευκολυνθώ
υπερσ. είχα ευκολυνθεί (ή ήμουν ευκολυμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω ευκολυνθεί (ή θα είμαι ευκολυμένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53