ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ3


Ρ3α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ/ υποτ.πλέκωπλέκειςπλέκειπλέκο(υ)μεπλέκετεπλέκουν
 προστ. πλέκε  πλέκετε 
 μτχ.πλέκοντας     
πρτ.οριστ.έπλεκαέπλεκεςέπλεκεπλέκαμεπλέκατεέπλεκαν
αόρ.οριστ.έπλεξαέπλεξεςέπλεξεπλέξαμεπλέξατεέπλεξαν
 υποτ.πλέξωπλέξειςπλέξειπλέξο(υ)μεπλέξετεπλέξουν
 προστ. πλέξε  πλέξτε 
 απαρέμφ.πλέξει     
πρκ.οριστ.έχω πλέξει (ή έχω πλεγμένο)
 υποτ.να έχω πλέξει (ή να έχω πλεγμένο)
εξακολ. μέλλ. θα πλέκω
στιγμ. μέλλ. θα πλέξω
υπερσ. είχα πλέξει (ή είχα πλεγμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω πλέξει (ή θα έχω πλεγμένο)
Ρ3β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.πλέκομαιπλέκεσαιπλέκεταιπλεκόμαστεπλέκεστεπλέκονται
 προστ. (πλέκου)  (πλέκεστε) 
πρτ.οριστ.πλεκόμουνπλεκόσουνπλεκότανπλεκόμαστανπλεκόσαστανπλέκονταν
αόρ.οριστ.πλέχτηκαπλέχτηκεςπλέχτηκεπλεχτήκαμεπλεχτήκατεπλέχτηκαν
 υποτ.πλεχτώπλεχτείςπλεχτείπλεχτούμεπλεχτείτεπλεχτούν
 προστ. πλέξου  πλεχτείτε 
 απαρέμφ.πλεχτεί     
πρκ.οριστ.έχω πλεχτεί (ή είμαι πλεγμένος)
 υποτ.να έχω πλεχτεί (ή να είμαι πλεγμένος)
 μτχ.πλεγμένος
εξακολ. μέλλ. θα πλέκομαι
στιγμ. μέλλ. θα πλεχτώ
υπερσ. είχα πλεχτεί (ή ήμουν πλεγμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω πλεχτεί (ή θα είμαι πλεγμένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53