ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ10.5


Ρ10.5α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.φορώ, -άωφοράςφορά(ει)φορούμε, -άμεφοράτεφορούν, -άν
 προστ. φόρα  φοράτε 
 μτχ.φορώντας     
πρτ.οριστ.φορούσαφορούσεςφορούσεφορούσαμεφορούσατεφορούσαν
αόρ.οριστ.φόρεσαφόρεσεςφόρεσεφορέσαμεφορέσατεφόρεσαν
 υποτ.φορέσωφορέσειςφορέσειφορέσο(υ)μεφορέσετεφορέσουν
 προστ. φόρεσε  φορέστε 
 απαρέμφ.φορέσει     
πρκ.οριστ.έχω φορέσει (ή έχω φορεμένο)
 υποτ.να έχω φορέσει (ή να έχω φορεμένο)
εξακολ. μέλλ. θα φορώ, θα φοράω
στιγμ. μέλλ. θα φορέσω
υπερσ. είχα φορέσει (ή είχα φορεμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω φορέσει (ή θα έχω φορεμένο)
Ρ10.5β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.φοριέμαιφοριέσαιφοριέταιφοριόμαστεφοριέστεφοριούνται
πρτ.οριστ.φοριόμουνφοριόσουνφοριότανφοριόμαστανφοριόσαστανφοριόνταν
αόρ.οριστ.φορέθηκαφορέθηκεςφορέθηκεφορεθήκαμεφορεθήκατεφορέθηκαν
 υποτ.φορεθώφορεθείςφορεθείφορεθούμεφορεθείτεφορεθούν
 προστ. φορέσου  φορεθείτε 
 απαρέμφ.φορεθεί     
πρκ.οριστ.έχω φορεθεί (ή είμαι φορεμένος)
 υποτ.να έχω φορεθεί (ή να είμαι φορεμένος)
 μτχ.φορεμένος
εξακολ. μέλλ. θα φοριέμαι
στιγμ. μέλλ. θα φορεθώ
υπερσ. είχα φορεθεί (ή ήμουν φορεμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω φορεθεί (ή θα είμαι φορεμένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53