ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ10.9


Ρ10.9α Eνεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.στερώστερείςστερείστερούμεστερείτεστερούν
 προστ. (στέρει)  (στερείτε) 
 μτχ.στερώντας     
πρτ.οριστ.στερούσαστερούσεςστερούσεστερούσαμεστερούσατεστερούσαν
αόρ.οριστ.στέρησαστέρησεςστέρησεστερήσαμεστερήσατεστέρησαν
 υποτ.στερήσωστερήσειςστερήσειστερήσο(υ)μεστερήσετεστερήσουν
 προστ. στέρησε  στερήστε 
 απαρέμφ.στερήσει     
πρκ.οριστ.έχω στερήσει (ή έχω στερημένο)
 υποτ.να έχω στερήσει (ή να έχω στερημένο)
εξακολ. μέλλ. θα στερώ
στιγμ. μέλλ. θα στερήσω
υπερσ. είχα στερήσει (ή είχα στερημένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω στερήσει (ή θα έχω στερημένο)
Ρ10.9β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.στερούμαιστερείσαιστερείταιστερούμαστεστερείστεστερούνται
πρτ.οριστ.στερούμουνστερούσουνστερούντανστερούμαστανστερούσαστανστερούνταν
αόρ.οριστ.στερήθηκαστερήθηκεςστερήθηκεστερηθήκαμεστερηθήκατεστερήθηκαν
 υποτ.στερηθώστερηθείςστερηθείστερηθούμεστερηθείτεστερηθούν
 προστ. στερήσου  στερηθείτε 
 απαρέμφ.στερηθεί     
πρκ.οριστ.έχω στερηθεί (ή είμαι στερημένος)
 υποτ.να έχω στερηθεί (ή να είμαι στερημένος)
 μτχ.στερημένος
εξακολ. μέλλ. θα στερούμαι
στιγμ. μέλλ. θα στερηθώ
υπερσ. είχα στερηθεί(ή ήμουν στερημένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω στερηθεί (ή θα είμαι στερημένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53