ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ5


Ρ5.1α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.δεσμεύωδεσμεύειςδεσμεύειδεσμεύο(υ)μεδεσμεύετεδεσμεύουν
 προστ. δέσμευε  δεσμεύετε 
 μτχ.δεσμεύοντας     
πρτ.οριστ.δέσμευαδέσμευεςδέσμευεδεσμεύαμεδεσμεύατεδέσμευαν
αόρ.οριστ.δέσμευσαδέσμευσεςδέσμευσεδεσμεύσαμεδεσμεύσατεδέσμευσαν
 υποτ.δεσμεύσωδεσμεύσειςδεσμεύσειδεσμεύσο(υ)μεδεσμεύσετεδεσμεύσουν
 προστ. δέσμευσε  δεσμεύστε 
 απαρέμφ.δεσμεύσει     
πρκ.οριστ.έχω δεσμεύσει (ή έχω δεσμευμένο)
 υποτ.να έχω δεσμεύσει (ή να έχω δεσμευμένο)
εξακολ. μέλλ. θα δεσμεύω
στιγμ. μέλλ. θα δεσμεύσω
υπερσ. είχα δεσμεύσει (ή είχα δεσμευμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω δεσμεύσει (ή θα έχω δεσμευμένο)
Ρ5.1β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.δεσμεύομαιδεσμεύεσαιδεσμεύεταιδεσμευόμαστεδεσμεύεστεδεσμεύονται
 προστ. (δεσμεύου)  (δεσμεύεστε) 
πρτ.οριστ.δεσμευόμουνδεσμευόσουνδεσμευότανδεσμευόμαστανδεσμευόσαστανδεσμεύονταν
αόρ.οριστ.δεσμεύτηκαδεσμεύτηκεςδεσμεύτηκεδεσμευτήκαμεδεσμευτήκατεδεσμεύτηκαν
 υποτ.δεσμευτώδεσμευτείςδεσμευτείδεσμευτούμεδεσμευτείτεδεσμευτούν
 προστ. δεσμεύσου  δεσμευτείτε 
 απαρέμφ.δεσμευτεί     
πρκ.οριστ.έχω δεσμευτεί (ή είμαι δεσμευμένος)
 υποτ.να έχω δεσμευτεί (ή να είμαι δεσμευμένος)
 μτχ.δεσμευμένος
εξακολ. μέλλ. θα δεσμεύομαι
στιγμ. μέλλ. θα δεσμευτώ
υπερσ. είχα δεσμευτεί (ή ήμουν δεσμευμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω δεσμευτεί (ή θα είμαι δεσμευμένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53