ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ10.6


Ρ10.6α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.πετώ, -άωπετάςπετά(ει)πετούμε, -άμεπετάτεπετούν, -άν
 προστ. πέτα  πετάτε 
 μτχ.πετώντας     
πρτ.οριστ.πετούσαπετούσεςπετούσεπετούσαμεπετούσατεπετούσαν
αόρ.οριστ.πέταξαπέταξεςπέταξεπετάξαμεπετάξατεπέταξαν
 υποτ.πετάξωπετάξειςπετάξειπετάξο(υ)μεπετάξετεπετάξουν
 προστ. πέταξε  πετάξτε 
 απαρέμφ.πετάξει     
πρκ.οριστ.έχω πετάξει ( ή έχω πεταγμένο, έχω πεταμένο )
 υποτ.να έχω πετάξει (ή να έχω πεταγμένο, να έχω πεταμένο)
 εξακολ. μέλλ.θα πετώ, θα πετάω
στιγμ. μέλλ. θα πετάξω
υπερσ. είχα πετάξει (ή είχα πεταγμένο, είχα πεταμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω πετάξει ( ή θα έχω πεταγμένο, θα έχω πεταμένο )
Ρ10.6β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.πετιέμαιπετιέσαιπετιέταιπετιόμαστεπετιέστεπετιούνται
πρτ.οριστ.πετιόμουνπετιόσουνπετιότανπετιόμαστανπετιόσαστανπετιόνταν
αόρ.οριστ.πετάχτηκαπετάχτηκεςπετάχτηκεπεταχτήκαμεπεταχτήκατεπετάχτηκαν
 υποτ.πεταχτώπεταχτείςπεταχτείπεταχτούμεπεταχτείτεπεταχτούν
 προστ. πετάξου  πεταχτείτε 
 απαρέμφ.πεταχτεί     
πρκ.οριστ.έχω πεταχτεί (ή είμαι πεταγμένος, είμαι πεταμένος)
 υποτ.να έχω πεταχτεί (ή να είμαι πεταγμένος, να είμαι πεταμένος)
  μτχ.πεταγμένος,πεταμένος
εξακολ. μέλλ. θα πετιέμαι
στιγμ. μέλλ. θα πεταχτώ
υπερσ. είχα πεταχτεί (ή ήμουν πεταγμένος, ήμουν πεταμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω πεταχτεί (ή θα είμαι πεταγμένος, θα είμαι πεταμένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53