Test anxiety

Εξεταστικό άγχος.

Εξεταστικό άγχος είναι το σύνολο των αντιδράσεων ενός ατόμου σε μια κατηγορία ερεθισμάτων που σχετίζονται με τις εμπειρίες που έχει πάνω στην αξιολόγηση ή την εξέταση (Sieber 1980, όπως αναφέρεται στο Ploeg et al. 1984:177, Spielberger 1969). Το άγχος που βιώνεται κατά τη διάρκεια μιας εξέτασης αποτελεί ειδική κατηγορία της γενικότερης έννοιας του άγχους. Αναφέρεται στη «φαινομενική» (phenomenological), «σωματική» (physiological) και «συμπεριφορική» (behavioural) αντίδραση του ατόμου, που συνοδεύει την ανησυχία μιας πιθανής μελλοντικής αποτυχίας.

Το εξεταστικό άγχος, γενικά, θεωρείται ότι παρεμποδίζει την απόδοση του ατόμου κατά τη διάρκεια της ενασχόλησής του με μια εργασία. Έτσι, είναι συνδεδεμένο με την ασθενή απόδοση των υποψηφίων στα τεστ και στις εργασίες (Bodas & Ollendick 2005:69).

Το εξεταστικό άγχος αποτελείται από δύο παράγοντες, τη «συναισθηματικότητα» (emotionality) και την «ανησυχία» (worry) που εκδηλώνονται κατά τη διάρκεια συμμετοχής σε μια εξέταση (Hembree 1988, όπως αναφέρεται στους Bodas & Ollendick, 2005:69). Συγκεκριμένα, η συναισθηματικότητα αναφέρεται στις «σωματικές αντιδράσεις» (physiological responses), όπως υπερένταση, τρέμουλο ή ιδρώτας. Από την άλλη, η ανησυχία σχετίζεται με γνωστικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια εισαγωγικών εξετάσεων ένας υποψήφιος μπορεί να εκδηλώσει ανησυχίες του τύπου «Είμαι ανόητος» ή «Ίσως να μην καταφέρω να περάσω τις εξετάσεις» (Doctor & Altman 1968, Phares 1968, όπως αναφέρεται στο Spielberger 1969:383). Σε αντίθεση με τον παράγοντα της συναισθηματικότητας, η ανησυχία συνδέεται άμεσα με χαμηλή αυτοεκτίμηση και αρνητικούς συλλογισμούς από μέρους των υποψηφίων, που δε σχετίζονται με το έργο που παράγουν (Bodas & Ollendick 2005:70).

Δύο κύρια μοντέλα έχουν προταθεί για την ερμηνεία των αρνητικών συνεπειών του εξεταστικού άγχους στην απόδοση των υποψηφίων: α) το «μοντέλο παρέμβασης» (interference model) και β) το «μοντέλο έλλειψης δεξιοτήτων» (skill deficit model) (Birenbaum 2007:752). Σύμφωνα με το μοντέλο παρέμβασης, κατά τη διάρκεια της εξέτασης οι μαθητές που βιώνουν έντονο εξεταστικό άγχος αντιμετωπίζουν δυσκολία στην ανάκληση πληροφοριών που έχουν μελετήσει και συναντήσει, καθώς ανησυχούν και υποκύπτουν σε άσχετους συλλογισμούς που αποσπούν την προσοχή τους, με αποτέλεσμα να δίνουν λανθασμένες απαντήσεις. Σύμφωνα με το μοντέλο έλλειψης δεξιοτήτων, οι έντονα αγχωμένοι μαθητές δυσκολεύονται στο να συλλέξουν και να οργανώσουν το υλικό κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας, γεγονός που τους οδηγεί σε ελλιπή γνώση της διδασκόμενης ύλης. Έτσι, το εξεταστικό άγχος που βιώνει η συγκεκριμένη κατηγορία μαθητών είναι άγχος που προκύπτει από τη συνειδητή γνώση της ανεπαρκούς προετοιμασίας για την εξέταση.

Βιβλιογραφία

  • Birenbaum M. (2007). Assessment and Instruction Preferences and their Relationship with Test Anxiety and Learning Strategies. Higher Education, 53: 749-768.
  • Bodas J., Ollendick T. H. (2005). Test Anxiety: A Cross-Cultural Perspective. Clinical Child and Family Psychology Review, 8/1: 65-88.
  • Phillips B. N., Martin R. P., Meyers J. (1969). Interventions in Relation to Anxiety in School. In H. M. Ploeg, R. Schwarzer, C. D. Spielberger (eds.) (1984), Advances in Test Anxiety Research, 3. Hillsdale, N. J.: Lawrence Erlbaum Associates.

  • Ploeg M., Schwarzer R. and C. D. Spielberger (eds.) (1984), Advances in Test Anxiety Research, 3. Hillsdale, N. J.: Lawrence Erlbaum Associates.
  • Salamé R. F. (1984). Test anxiety: Its determinants, manifestations and consequences. In H. M. Ploeg, R. Schwarzer, C. D. Spielberger (eds.), Advances in Test Anxiety Research, 3. Hillsdale, N. J.: Lawrence Erlbaum Associates.

  • Spielberger C. D. (ed.) (1969). Anxiety: Current Trends in Theory and Research, 2. New York: Academic Press.
  • Vlek C., Pruyn A. (1984). Evaluative stress and performance: The case of test anxiety. In H. M. Ploeg, R. Schwarzer, C. D. Spielberger (eds.), Advances in Test Anxiety Research, 3. Hillsdale, N. J.: Lawrence Erlbaum Associates.