Rate

Βαθμολόγηση. Αβδάλη 1989. Ζμπάινος & Hallam 2001:διαδικτυακή πρόσβαση.

*Βαθμολογία. Γρόσδος 2006:229-230. Ταρατόρη-Τσαλκατίδου 2009:19.

Στην αγγλική γλώσσα η λέξη «rate» έχει τρεις τουλάχιστον σημασίες: ως ρήμα σημαίνει «βαθμολογώ», και ως ουσιαστικό σημαίνει «βαθμολογία», «βαθμοί», αλλά και «ταχύτητα». Εδώ εξετάζεται ως ουσιαστικό.

Στην ελληνική βιβλιογραφία δεν απαντάται η απόδοση του rate ως «ταχύτητα», επειδή θεωρείται κοινή λέξη και όχι όρος της εκπαιδευτικής αξιολόγησης. Στο λεξικό, ωστόσο, των Richards et al. (1985:237) βρίσκει κανείς τους όρους «rate of articulation», «rate of reading», «rate of speech», «speech rate» και «rate of utterance», περιπτώσεις όπου θα απέδιδε κανείς το rate ως ταχύτητα. Η ταχύτητα εκφοράς του λόγου κατά την εξέταση σε γλωσσικά μαθήματα σχετίζεται προφανώς με την «ευχέρεια» ή «ροή» του λόγου, ως ποιοτικό χαρακτηριστικό της ικανότητας κάποιου να επικοινωνεί προφορικά (Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς 2008:35-37).

Στη δεύτερή του σημασία ο όρος έχει αποδοθεί στην ελληνική ως «βαθμολογία». Κατά τον Γρόσδο, η βαθμολογία δηλώνει την ποσοτική αποτίμηση της επίδοσης του μαθητή σ' ένα ορισμένο γνωστικό αντικείμενο. Πρόκειται δηλαδή για την έκφραση του αποτελέσματος της διαδικασίας της αξιολόγησης, η οποία εμφανίζεται με ένα βαθμό. Η Αβδάλη αναφέρεται στη στενή σχέση μεταξύ της βαθμολογίας και της αξιολόγησης και τονίζει ότι η διάκριση μεταξύ των δύο όρων έγκειται στο γεγονός ότι η βαθμολόγηση εκφράζει τα αποτελέσματα της αξιολόγησης και, ως εκ τούτου, θεωρείται μεταγενέστερο στάδιο.

Παράλληλα, συναντάται η απόδοση του όρου ως «βαθμολόγηση», επειδή δε γίνεται διάκριση του «rate» από το «rating». Οι Davies et al. (1999:160) ορίζουν τη βαθμολόγηση ως την κρίση του βαθμολογητή για την επίδοση των μαθητών ή ως την έκφραση της αξιολογικής κρίσης του δασκάλου, η οποία προκύπτει από ανάλυση ποιοτικών πληροφοριών και, πιο συγκεκριμένα, από εφαρμογή τακτικής κλίμακας κατά την παρατήρηση ποιοτικής μεταβλητής με μορφή αριθμού, που δηλώνει, έστω και κατά προσέγγιση, ποσότητα. Τονίζουν δε ότι πρόκειται για μια υποκειμενική κρίση, η οποία, όταν συνεπάγεται αρνητικές επιπτώσεις στο βαθμολογούμενο, εγείρει ερωτήματα σχετικά με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα βαθμολόγησης.

Βιβλιογραφία

  • Αβδάλη Α. (1989). Οι βαθμοί είναι αναγκαίοι: παιδαγωγικές-κοινωνιολογικές απόψεις και προσεγγίσεις για την αξιολόγηση και τη βαθμολογία στο σχολείο. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

  • Βαλσαμάκη-Ράλλη Η. (1979). Εξέταση και βαθμολογία του μαθητή. Αθήνα: Horizon.
  • Γρόσδος Σ. (2006). Περιγραφική αξιολόγηση: μια πρόταση. Αξιολόγηση ή βαθμολογία; Στο Δ. Κακανά, Κ. Μπότσογλου, Ν. Χανιωτάκης, Ε. Καβαλάρη (επιμ), Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση: Παιδαγωγική και διδακτική διάσταση: 71 κείμενα για την αξιολόγηση. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, 229-234.

  • Δημητρόπουλος Ε. (1989). Βαθμολογία - Βαθμοί. Στο Παιδαγωγική-Ψυχολογική Εγκυκλο­παί­δεια-Λεξικό. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

  • Ζμπάινος Δ., Hallam S. (2001). Αξιολόγηση στην Εκπαίδευση, Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον: Θεωρητικά και Μεθοδολογικά Ζητήματα. Virtual School, The Sciences of Education Online, 2/2-3. Πρόσβαση [on line]: http://virtualschool.web.auth.gr/2.2-3/TheoryResearch/Zbainos-HallamEvaluationInEducation.html [12/11/10].
  • Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις γλώσσες (2008). Μτφρ. του Common European Framework of Reference από τους Σ. Ευσταθιάδη, Α. Τσαγγαλίδη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Πρόσβαση [on line]:  http://www.komvos.edu.gr [12/02/09].

  • Ταρατόρη-Τσαλκατίδου Ε. (2009). Σχολική αξιολόγηση: Αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, του εκπαιδευτικού και της επίδοσης του μαθητή. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.


  • Davies A., Brown A., Elder C., Hill K., Lumley T., McNamara T. (1999). Dictionary of Language Testing. Cambridge: University of Cambridge Local Examinations Syndicate.
  • Richards J. C., Platt J., Weber H. (1985). Longman Dictionary of Applied Linguistics. Harlow: Longman.