Performance test(ing)/assessment

Τεστ εκτέλεσης. Γεωργούσης 1999:492. Δημητρόπουλος 20012:160-161. Δημητρόπουλος 20057:97, 108, 167, 434.

Τεστ εκτέλεσης ονομάζονται τα τεστ που δεν απαιτούν από το μαθητή να γράψει, αλλά αντίθετα να κατασκευάσει κάτι ή να εκτελέσει μία άσκηση που να απαιτεί κάποιου είδους δεξιότητες (Δημητρόπουλος 20012:160). Συνεπώς, αυτού του είδους τα τεστ αξιολογούν το μαθητή ανάλογα με τις δεξιότητες που επιδεικνύει, αλλά και ανάλογα με «την ικανότητά του να εφαρμόσει τις δεξιότητες που έχει αποκτήσει» (Γεωργούσης 1999:492). Όπως και τα γραπτά τεστ, βασίζονται σε ύλη που έχει διδαχθεί ο μαθητής και ζητούν από αυτόν να κατασκευάσει κάτι ή να εκτελέσει μία άσκηση σε συνθήκες που μοιάζουν ή ταυτίζονται με τις «πραγματικές συνθήκες εργασίας» (Γεωργούσης 1999:492). Αν αυτό δεν είναι εφικτό, τότε λαμβάνουν χώρα σε «εικονικές συνθήκες», όπως είναι ο χώρος του σχολικού εργαστηρίου (Δημητρόπουλος 2001:161).

Τα τεστ εκτέλεσης κατασκευάστηκαν για να χρησιμοποιηθούν σε περιοχές όπου τα γραπτά ή προφορικά τεστ δε δίνουν επαρκείς πληροφορίες για τις ικανότητες του μαθητή. Χρησιμοποιούνται, λοιπόν, σε μαθήματα που σχετίζονται κυρίως με γνώσεις και κατασκευές, όπως είναι η «καλλιτεχνική παραγωγή», «η ομιλία ξένης γλώσσας», «οι προφορικές παρουσιάσεις» κ.ά. (Γεωργούσης 1999:492).

Εκτός από τις πληροφορίες που παρέχουν σχετικά με τις δεξιότητες του μαθητή, είναι σημαντικά, γιατί ταυτόχρονα προσδιορίζουν αν ο τρόπος και η διαδικασία της αξιολόγησης είναι αποτελεσματικοί και αξιόπιστοι (Γεωργούσης 1999:493).

Τα πλεονεκτήματα του τεστ εκτέλεσης είναι τα ακόλουθα:

  1. αποτελεί το πιο έγκυρο και αξιόπιστο μέσο για την αξιολόγηση των ικανοτήτων των μαθητών,
  2. διευκολύνει τις αλλαγές που στοχεύουν στη βελτίωση της διδασκαλίας,
  3. μπορεί να επαναληφθεί όσες φορές επιθυμεί ο καθηγητής, γιατί, ακόμα και αν οι μαθητές έχουν ξανακάνει το τεστ, δε συνεπάγεται πως θα επιτύχουν, αφού, αντίθετα με τα γραπτά τεστ, δε στηρίζεται στην απομνημόνευση αλλά στην εκτέλεση μιας εργασίας,
  4. μπορεί να εξετάσει «πλήθος λεπτομερειών», ενώ ταυτόχρονα δίνει έμφαση τόσο στη διαδικασία όσο και στο τελικό αποτέλεσμα,
  5. κάνει το μαθητή ενεργό στην προσπάθειά του να αποκτήσει γνώσεις και ικανότητες (Γεωργούσης 1999:499-500).

Παρ' όλα αυτά, τα τεστ εκτέλεσης χαρακτηρίζονται από αρκετά μειονεκτήματα, τα οποία είναι τα ακόλουθα:

  1. απαιτούν κόπο και χρόνο να ετοιμαστούν,
  2. διεξάγονται δύσκολα, ενώ απαιτούν εξεταστές/κριτές που να γνωρίζουν πώς να αξιολογήσουν ταυτόχρονα τη διαδικασία και το αποτέλεσμα,
  3. μπορεί να αποδειχθούν αναξιόπιστα, εφόσον προκύπτουν από υποκειμενική κρίση,
  4. είναι δύσκολος ο προγραμματισμός των δραστηριοτήτων τους, αφού «στηρίζεται στην εξάσκηση στο εργαστήριο, την οποία πολλοί εκπαιδευτικοί αποφεύγουν» (Γεωργούσης 1999:500).

Παρά τις αδυναμίες τους, όμως, τα τεστ εκτέλεσης αποτελούν μια σημαντική μορφή εκτίμησης της απόδοσης, καθώς αντικατοπτρίζουν τη δυνατότητα του μαθητή να χρησιμοποιεί όσα υποτίθεται ότι έχει μάθει.

Βιβλιογραφία

  • Γεωργούσης Π. (1999). Η Μέτρηση και η Αξιολόγηση της Επίδοσης των Μαθητών. Αθήνα.

  • Δημητρόπουλος Ε. (20012). Εκπαιδευτική Αξιολόγηση. Η Αξιολόγηση του Μαθητή. Θεωρία-Πράξη-Προβλήματα. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.

  • Δημητρόπουλος Ε. (20057). Η εκπαιδευτική αξιολόγηση: Η αξιολόγηση του μαθητή. Μέρος Δεύτερο. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.