Language proficiency test(ing)

*Τεστ γλωσσικής επάρκειας. Βαρλοκώστα & Τριανταφυλλίδου 2003:26. Τοκατλίδου 1994:12-13.

Αξιολόγηση γλωσσομάθειας. Στυλιανού 2008:12.

Γλωσσική επάρκεια είναι η επαρκής γνώση μιας γλώσσας και η ικανότητα χρήσης της για ένα συγκεκριμένο επικοινωνιακό σκοπό. Με τη γλωσσική επάρκεια γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα στη γνώση μιας γλώσσας και στη δυνατότητα χρήσης της. Η ακριβής γνώση των κανόνων γραμματικής και του λεξιλογίου δεν επαρκούν για την επίτευξη της επικοινωνίας. Απαιτούνται και οι γνώσεις του σωστού χειρισμού της γλώσσας και της εφαρμογής ή πραγμάτωσης των κανόνων αυτών, όπως και η χρήση διαφόρων επικοινωνιακών στρατηγικών, ανάλογα με τον επικοινωνιακό σκοπό (McDonough & Shaw 1993:31, McNamara 1996:77).

Τα τεστ επάρκειας έχουν στόχο να μετρήσουν τη γλωσσική επάρκεια των συμμετεχόντων σε ένα «επικοινωνιακό συμβάν» (communicative event), ανεξάρτητα από την προηγούμενή τους εκπαίδευση (Clark 1972:5, όπως αναφέρεται στο Farhady 1982:116). Το περιεχόμενό τους, επομένως, δε βασίζεται στο περιεχόμενο ή τους σκοπούς ενός προγράμματος σπουδών αλλά στον καθορισμό του τι πρέπει να μπορούν να κάνουν οι συμμετέχοντες σε αυτό για να θεωρούνται γλωσσικά επαρκείς (Hughes 2003:11). Όπως επισημαίνουν οι Bachman et al. (1988:130), «σε αντίθεση με τα τεστ επίδοσης, όπου οι ικανότητες τις οποίες το τεστ σκοπεύει να μετρήσει μπορούν να περιγραφούν με βάση ένα συγκεκριμένο curriculum ή syllabus, στα τεστ επάρκειας οι ικανότητες που εξετάζονται πρέπει να αναλύονται με βάση μια θεωρία γλωσσικής επάρκειας ή ικανότητας».

Τα τεστ επάρκειας καθορίζουν το επίπεδο της γλωσσικής ικανότητας τη στιγμή που εξετάζονται οι υποψήφιοι. Ο Davies (1968), ωστόσο, προτείνει τη χρήση τους και για να προβλεφθεί η γλωσσική ικανότητα των υποψηφίων σε κάποιο μελλοντικό καθήκον ή επάγγελμα, πρόταση που δεν έγινε από όλους τους ειδικούς αποδεκτή, με το επιχείρημα ότι όσο καλά και να σχεδιαστεί το τεστ, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που θα επηρεάσουν τη μελλοντική επίδοση. Μερικοί από αυτούς είναι η ποιότητα της διδασκαλίας, η παρουσία ή όχι κινήτρου, καθώς και προσωπικοί παράγοντες (Richardson 1983:189).

H αναδραστική επίδραση των τεστ γλωσσικής επάρκειας μπορεί να είναι ωφέλιμη ή επιζήμια. Ως προς την επιλογή των θεμάτων των τεστ επάρκειας υπάρχει μια στροφή προς τη άποψη ότι οι γλωσσικές δεξιότητες πρέπει να εξετάζονται άμεσα και όχι έμμεσα (Hughes 2003:12).

Στα περισσότερα τεστ γλωσσικής επάρκειας που οδηγούν σε πιστοποίηση της γλωσσομάθειας γίνεται αξιολόγηση βάσει νόρμας. Η αξιολόγηση βάσει κριτηρίων είναι σπανιότερη στα τεστ επάρκειας, ενώ αποτελεί τον κανόνα κατά τη χρήση των τεστ επίδοσης.

Βιβλιογραφία

  • Βαρλοκώστα Σ., Τριανταφυλλίδου Λ. (2003). Επίπεδα Γλωσσομάθειας στην Ελληνική ως Δεύτερη Γλώσσα. Αθήνα: Κέδα.
  • Στυλιανού Μ. (2008). Η αυτοαξιολόγηση των μαθητών/τριών με βάση το Φάκελο Εργασιών (Portfolio Assessment), ως μέσο ανάπτυξης επικοινωνιακών δεξιοτήτων και ειδικότερα κατανόησης και παραγωγής γραπτού λόγου. Διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
  • Τοκατλίδου Β. (1994). Εισαγωγή στη Διδακτική των Ζωντανών Γλωσσών. Αθήνα: Εκδ. Οδυσσέας.


  • Bachman L. F., Kunnan  A., Vanniarajan  S., Lynch B. (1988). Task and ability analysis as a basis for examining content and construct comparability in two EFL proficiency test batteries. Language Testing 5/2: 128-159.
  • Davies A. (ed.) (1968). Language testing symposium: A psycholinguistic approach. Oxford: Oxford University Press.
  • Farhady H. (1982). Measures of Language Proficiency from the Learner’s Perspective. TESOL Quarterly, 16/1: 43-59.
  • Hughes A (2003). Testing for Language Teachers. Cambridge: Cambridge University Press.
  • McDonough J., Shaw C. (1993). Materials and Methods in ELT: A Teacher’s Guide. Oxford: Blackwell.
  • McNamara T. (1996). Measuring Second Language Performance. England: Longman.
  • Richardson G. (1983). Teaching Modern Languages. Dubuque, IA: Nichols Publishing Company.