Λεξικό γλωσσολογικών όρων

Θεματική περιοχή: "γλωσσική επαφή"

12 εγγραφές [1 - 10]
lingua franca
Η γλώσσα που χρησιμοποιείται ως μέσο επικοινωνίας μεταξύ ομιλητών που δεν έχουν κοινή μητρική γλώσσα. Ως συνώνυμοι χρησιμοποιούνται κάποτε και οι όροι . Ο όρος είναι ιταλικός και κυριολεκτικά σημαίνει 'γαλλική γλώσσα'. Αρχικά αναφερόταν σε μια νεολατινική ποικιλία που μιλιόταν στη βόρεια ακτή της Μεσογείου (μεταξύ Μασσαλίας και Γένοβας), πρόγονο της σύγχρονης ιταλικής και της προβηγκιανής. Υιοθετήθηκε ως βοηθητική γλώσσα...
αποκρεολοποίηση [decreolization]
Όταν μια κρεολή γλώσσα μιλιέται σε μια γεωγραφική περιοχή όπου κυρίαρχη είναι η γλώσσα με το μεγαλύτερο κύρος, η οποία αποτέλεσε τη βάση για τον σχηματισμό της κρεολής, υπάρχει η τάση να αντικαθίσταται η κρεολή από την -υψηλού κύρους- γλώσσα αυτή (π.χ. οι ομιλητές της Tok-Pisin χρησιμοποιούν όλο και συχνότερα δομές της αγγλικής). Το φαινόμενο αυτό καλείται κρεολοποίησης και αποκρεολοποίησης,...
βοηθητική γλώσσα [auxiliary language / auxlang]
Βλ. lingua franca
 
δάνειο [loan word]
Βλ. δανεισμός
 
δανεισμός [borrowing]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
επαφή γλωσσών [language contact]
Βλ. γλωσσική επαφή
 
ιουδαιο-γλώσσες [Jewish languages]
Ο όρος αναφέρεται στις καθομιλούμενες γλώσσες που χρησιμοποιούνται στις ανά τον κόσμο εβραϊκές κοινότητες της διασποράς. Τέτοιες γλώσσες είναι η yiddish ή ιουδαιο-γερμανική, η ιουδαιο-αραβική, η ιουδαιο-ισπανική (judezmo) κ.ά. p(author). Μ. Αραποπούλου...
κρεολή [creole language]
Κρεολή καλείται μια πρώην πίτζιν γλώσσα που έχει εξελιχθεί σε (τυποποιημένη) μητρική γλώσσα μιας γλωσσικής κοινότητας. Καθώς μια γλώσσα γίνεται κρεολή, το λεξιλόγιο, η γραμματική και οι λειτουργίες της γίνονται πιο πολύπλοκα (σε αντίθεση με τις πίτζιν) και εξισώνονται με τα αντίστοιχα επίπεδα κάθε άλλης φυσικής γλώσσας. Υπάρχουν μάλιστα αρκετές περιπτώσεις κρεολών που προσεγγίζουν τις μητροπολιτικές νόρμες στην προφορά, στις...
κρεολοποίηση [creolisation]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
μεταφραστικό δάνειο [loan translation / calque]
H λέξη η οποία δεν εισέρχεται σε μια γλώσσα με βάση τη φωνητική της μορφή αλλά μεταφράζεται σε αυτή με τη χρησιμοποίηση ήδη υπαρκτών γλωσσικών στοιχείων της γλώσσας που τη δέχεται. Έτσι, για παράδειγμα, η λέξη ...
< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ: σύνταξη, γενετική μετασχηματιστική γραμματική, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή, σημασιολογία, λεξικογραφία, φωνητική, ψυχογλωσσολογία, γενική γλωσσολογία, ιστορική γλωσσολογία, φωνολογία, γνωσιακή γλωσσολογία, σημειολογία, πραγματολογία, φιλοσοφία της γλώσσας, μορφολογία, λεξικολογία, τυπολογία γλωσσών, μορφοφωνολογία, εθνογραφία της επικοινωνίας, διαλεκτολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας, μορφοσύνταξη, ανάλυση συνομιλίας, ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, ανθρωπολογία της γλώσσας, κειμενογλωσσολογία, υπερτεμαχιακά στοιχεία, γραφή, εθνογλωσσολογία, γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές, νευρογλωσσολογία, υφολογία, αντιπαραθετική γλωσσολογία, μετάφραση, απόκτηση της γλώσσας, εκμάθηση της γλώσσας, εφαρμοσμένη γλωσσολογία, γραμματισμός, ονοματολογία, υπολογιστική γλωσσολογία, διδασκαλία της γλώσσας