Λεξικό γλωσσολογικών όρων

Αναζήτηση για: "Ρ*"

9 εγγραφές [1 - 9]
ρήμα, αμετάβατο [intransitive verb]
Βλ. μεταβατικότητα
 
ρήμα, διμετάβατο [bitransitive verb]
Βλ. μεταβατικότητα
 
ρήμα, μεταβατικό [transitive verb]
Bλ. μεταβατικότητα...
ρηματική φράση [verb phrase]
Βλ. φράση
 
ρίζα [root]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
ρίμα [rhyme]
Συστατικό της ιεραρχικής δομής της συλλαβής, που αποτελείται από τον Πυρήνα, το υποχρεωτικό μέρος της συλλαβής, συνήθως με φωνήεν, και την Έξοδο, το μη φωνηεντικό μέρος, συνήθως σύμφωνο ή ημίφωνο, που κλείνει τη συλλαβή· π.χ. στη συλλαβή - η Έξοδος. p(author). Α. Μαλικούτη-Drachman...
ρινικό σύμφωνο [nasal consonant]
Βλ. έρρινο σύμφωνο
 
ρομανικές γλώσσες [Romance languages]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
ρυθμιστική / περιγραφική γραμματική [prescriptive / descriptive grammar]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ: σύνταξη, γενετική μετασχηματιστική γραμματική, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή, σημασιολογία, λεξικογραφία, φωνητική, ψυχογλωσσολογία, γενική γλωσσολογία, ιστορική γλωσσολογία, φωνολογία, γνωσιακή γλωσσολογία, σημειολογία, πραγματολογία, φιλοσοφία της γλώσσας, μορφολογία, λεξικολογία, τυπολογία γλωσσών, μορφοφωνολογία, εθνογραφία της επικοινωνίας, διαλεκτολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας, μορφοσύνταξη, ανάλυση συνομιλίας, ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, ανθρωπολογία της γλώσσας, κειμενογλωσσολογία, υπερτεμαχιακά στοιχεία, γραφή, εθνογλωσσολογία, γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές, νευρογλωσσολογία, υφολογία, αντιπαραθετική γλωσσολογία, μετάφραση, απόκτηση της γλώσσας, εκμάθηση της γλώσσας, εφαρμοσμένη γλωσσολογία, γραμματισμός, ονοματολογία, υπολογιστική γλωσσολογία, διδασκαλία της γλώσσας