Λεξικό γλωσσολογικών όρων

Θεματική περιοχή: "κοινωνιολογία της γλώσσας"

21 εγγραφές [1 - 10]
ασθενής-ισχυρή γλώσσα [weak-strong language]
H διάκριση γίνεται στα πλαίσια της θεωρίας του γλωσσικού ηγεμονισμού. Mια γλώσσα θεωρείται ισχυρή, όταν κυριαρχεί σε άλλες όσον αφορά τη χρήση της σε ποικίλους τομείς και δραστηριότητες (οικονομικές, πολιτικές, εκπαιδευτικές) και ασθενής όταν εκτοπίζεται από τους αντίστοιχους τομείς. Π.χ. στα πλαίσια της Eυρωπαϊκής Ένωσης η αγγλική είναι ισχυρή γλώσσα, ενώ η ελληνική ασθενής. Mια ασθενής γλώσσα όμως μπορεί σε...
γλωσσικά δικαιώματα [linguistic rights]
Το σύνολο των δικαιωμάτων των ανθρώπων να χρησιμοποιούν τη μητρική τους γλώσσα για διοικητικούς, νομικούς και πολιτιστικούς σκοπούς, να την αναπτύσσουν και να την προωθούν, καθώς και το δικαίωμα των παιδιών να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση μέσω της μητρικής τους γλώσσας. Τα γλωσσικά δικαιώματα περιλαμβάνονται στα γενικότερα ανθρώπινα δικαιώματα, ειδικότερα στα πολιτισμικά, και προστατεύονται από διεθνείς οργανισμούς (π.χ. Διακήρυξη του...
γλωσσικές στάσεις [language attitudes]
Βλ. στάσεις απέναντι στη γλώσσα
 
γλωσσική διατήρηση [language maintenance]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
γλωσσική μειονότητα [linguistic minority]
Βλ. μειονοτική γλώσσα
 
γλωσσική μετακίνηση / μετατόπιση [language shift]
Το φαινόμενο κατά το οποίο μια γλωσσική κοινότητα) υιοθετεί τη χρήση μιας νέας γλώσσας (συνήθως «ισχυρότερης»), ενώ ταυτόχρονα χάνει τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε μέχρι τότε ως πρώτη. Αν η κοινότητα αυτή είναι η τελευταία ή η μόνη που χρησιμοποιούσε την υπό απώλεια γλώσσα, τότε μιλούμε για γλωσσικό θάνατο. Παραδείγματα γλωσσικής μετακίνησης υπάρχουν πολλά και στον ελλαδικό χώρο: π.χ. από τις...
γλωσσική πολιτική [language politics]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
γλωσσικός ηγεμονισμός [linguistic hegemonism]
Ο όρος αναφέρεται σε μηχανισμούς άσκησης ιδεολογικής εξουσίας, που στοχεύουν στην εξασφάλιση της συναίνεσης σε επιλογές της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης μέσα από τη φυσικοποίησή τους, δηλαδή, την αποδοχή τους ως αυτονόητων και «φυσικών». Η γλώσσα αποτελεί τόσο έκφραση όσο και συστατικό αυτής της διαδικασίας: η απαξίωση των διαλέκτων, η επιβολή μιας διαλέκτου ως επίσημης, εθνικής γλώσσας, η ανάδειξη σε νόρμα...
γλωσσικός θάνατος [language death]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
γλωσσικός προγραμματισμός [language planning]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ: σύνταξη, γενετική μετασχηματιστική γραμματική, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή, σημασιολογία, λεξικογραφία, φωνητική, ψυχογλωσσολογία, γενική γλωσσολογία, ιστορική γλωσσολογία, φωνολογία, γνωσιακή γλωσσολογία, σημειολογία, πραγματολογία, φιλοσοφία της γλώσσας, μορφολογία, λεξικολογία, τυπολογία γλωσσών, μορφοφωνολογία, εθνογραφία της επικοινωνίας, διαλεκτολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας, μορφοσύνταξη, ανάλυση συνομιλίας, ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, ανθρωπολογία της γλώσσας, κειμενογλωσσολογία, υπερτεμαχιακά στοιχεία, γραφή, εθνογλωσσολογία, γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές, νευρογλωσσολογία, υφολογία, αντιπαραθετική γλωσσολογία, μετάφραση, απόκτηση της γλώσσας, εκμάθηση της γλώσσας, εφαρμοσμένη γλωσσολογία, γραμματισμός, ονοματολογία, υπολογιστική γλωσσολογία, διδασκαλία της γλώσσας