Λεξικό γλωσσολογικών όρων

Θεματική περιοχή: "κοινωνιογλωσσολογία"

68 εγγραφές [1 - 10]
lingua franca
Η γλώσσα που χρησιμοποιείται ως μέσο επικοινωνίας μεταξύ ομιλητών που δεν έχουν κοινή μητρική γλώσσα. Ως συνώνυμοι χρησιμοποιούνται κάποτε και οι όροι . Ο όρος είναι ιταλικός και κυριολεκτικά σημαίνει 'γαλλική γλώσσα'. Αρχικά αναφερόταν σε μια νεολατινική ποικιλία που μιλιόταν στη βόρεια ακτή της Μεσογείου (μεταξύ Μασσαλίας και Γένοβας), πρόγονο της σύγχρονης ιταλικής και της προβηγκιανής. Υιοθετήθηκε ως βοηθητική γλώσσα...
ανάλυση συνομιλίας [conversation analysis]
Βλ. κοινωνιογλωσσολογία
 
ανθρωπολογία της γλώσσας [linguistic anthropology]
Βλ. γλωσσ(ολογ)ική ανθρωπολογία / ανθρωπολογία της γλώσσας
 
αποκρεολοποίηση [decreolization]
Όταν μια κρεολή γλώσσα μιλιέται σε μια γεωγραφική περιοχή όπου κυρίαρχη είναι η γλώσσα με το μεγαλύτερο κύρος, η οποία αποτέλεσε τη βάση για τον σχηματισμό της κρεολής, υπάρχει η τάση να αντικαθίσταται η κρεολή από την -υψηλού κύρους- γλώσσα αυτή (π.χ. οι ομιλητές της Tok-Pisin χρησιμοποιούν όλο και συχνότερα δομές της αγγλικής). Το φαινόμενο αυτό καλείται κρεολοποίησης και αποκρεολοποίησης,...
ασθενής-ισχυρή γλώσσα [weak-strong language]
H διάκριση γίνεται στα πλαίσια της θεωρίας του γλωσσικού ηγεμονισμού. Mια γλώσσα θεωρείται ισχυρή, όταν κυριαρχεί σε άλλες όσον αφορά τη χρήση της σε ποικίλους τομείς και δραστηριότητες (οικονομικές, πολιτικές, εκπαιδευτικές) και ασθενής όταν εκτοπίζεται από τους αντίστοιχους τομείς. Π.χ. στα πλαίσια της Eυρωπαϊκής Ένωσης η αγγλική είναι ισχυρή γλώσσα, ενώ η ελληνική ασθενής. Mια ασθενής γλώσσα όμως μπορεί σε...
βοηθητική γλώσσα [auxiliary language / auxlang]
Βλ. lingua franca
 
γεωγραφική ποικιλία / διάλεκτος [geographical variety/ dialect]
Η γλωσσική ποικιλία που συνδέεται με συγκεκριμένο τόπο και διακρίνεται από την κοινή βάσει γεωγραφικών παραλλαγών που αφορούν όλα τα γλωσσικά επίπεδα (φωνητική, μορφολογία, λεξιλόγιο, σύνταξη)∙ π.χ. η κρητική, η τσακωνική, η χιακή κλπ είναι γεωγραφικές ποικιλίες της νέας ελληνικής. Οι ζώνες των τοπικών διαλέκτων προσδιορίζονται με κριτήρια φωνητικά, μορφολογικά, λεξιλογικά και συντακτικά, και με τη βοήθεια των ισογλώσσων, τα...
γλωσσικές στάσεις [language attitudes]
Βλ. στάσεις απέναντι στη γλώσσα
 
γλωσσική διατήρηση [language maintenance]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
γλωσσική κοινότητα [linguistic community ]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ: σύνταξη, γενετική μετασχηματιστική γραμματική, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή, σημασιολογία, λεξικογραφία, φωνητική, ψυχογλωσσολογία, γενική γλωσσολογία, ιστορική γλωσσολογία, φωνολογία, γνωσιακή γλωσσολογία, σημειολογία, πραγματολογία, φιλοσοφία της γλώσσας, μορφολογία, λεξικολογία, τυπολογία γλωσσών, μορφοφωνολογία, εθνογραφία της επικοινωνίας, διαλεκτολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας, μορφοσύνταξη, ανάλυση συνομιλίας, ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, ανθρωπολογία της γλώσσας, κειμενογλωσσολογία, υπερτεμαχιακά στοιχεία, γραφή, εθνογλωσσολογία, γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές, νευρογλωσσολογία, υφολογία, αντιπαραθετική γλωσσολογία, μετάφραση, απόκτηση της γλώσσας, εκμάθηση της γλώσσας, εφαρμοσμένη γλωσσολογία, γραμματισμός, ονοματολογία, υπολογιστική γλωσσολογία, διδασκαλία της γλώσσας