Λεξικό γλωσσολογικών όρων

Αναζήτηση για: "λεξική"

9 εγγραφές [1 - 9]
λεξική αμφισημία [lexical ambiguity]
Βλ. αμφισημία
 
λεξική διάχυση [lexical diffusion]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
λεξική επεξεργασία [word processing]
Βλ. γλωσσική επεξεργασία
 
λεξική κατηγορία [lexical category]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
λεξική λέξη [lexical word]
Βλ. λέξη
 
λεξική σημασία [lexical meaning]
Βλ. σημασία
 
λεξική φράση [lexical phrase]
Βλ. φράση
 
λεξική φωνολογία [lexical phonology]
Βλ. φωνολογία
 
λεξικής απόφασης, δοκιμασία [lexical decision task]
Πειραματική τεχνική που συγκαταλέγεται στις on-line μεθόδους και χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της μελέτης τόσο της σημασιακής μνήμης όσο των διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα κατά την αναγνώριση λέξης. Κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας το υποκείμενο πρέπει να αποφασίσει γρήγορα αν η ακολουθία γραμμάτων που του παρουσιάζεται είναι λέξη ή όχι (π.χ. ...
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ: σύνταξη, γενετική μετασχηματιστική γραμματική, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή, σημασιολογία, λεξικογραφία, φωνητική, ψυχογλωσσολογία, γενική γλωσσολογία, ιστορική γλωσσολογία, φωνολογία, γνωσιακή γλωσσολογία, σημειολογία, πραγματολογία, φιλοσοφία της γλώσσας, μορφολογία, λεξικολογία, τυπολογία γλωσσών, μορφοφωνολογία, εθνογραφία της επικοινωνίας, διαλεκτολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας, μορφοσύνταξη, ανάλυση συνομιλίας, ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, ανθρωπολογία της γλώσσας, κειμενογλωσσολογία, υπερτεμαχιακά στοιχεία, γραφή, εθνογλωσσολογία, γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές, νευρογλωσσολογία, υφολογία, αντιπαραθετική γλωσσολογία, μετάφραση, απόκτηση της γλώσσας, εκμάθηση της γλώσσας, εφαρμοσμένη γλωσσολογία, γραμματισμός, ονοματολογία, υπολογιστική γλωσσολογία, διδασκαλία της γλώσσας