γλωσσικά δικαιώματα [linguistic rights]

γλωσσικά δικαιώματα [linguistic rights]

Το σύνολο των δικαιωμάτων των ανθρώπων να χρησιμοποιούν τη μητρική τους γλώσσα για διοικητικούς, νομικούς και πολιτιστικούς σκοπούς, να την αναπτύσσουν και να την προωθούν, καθώς και το δικαίωμα των παιδιών να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση μέσω της μητρικής τους γλώσσας. Τα γλωσσικά δικαιώματα περιλαμβάνονται στα γενικότερα ανθρώπινα δικαιώματα, ειδικότερα στα πολιτισμικά, και προστατεύονται από διεθνείς οργανισμούς (π.χ. Διακήρυξη του Ο.Η.Ε. για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα). Ωστόσο, σήμερα ακόμη ο χαρακτήρας τους είναι περισσότερο ατομικός παρά συλλογικός και παρά την αναγνώρισή τους σε διεθνές επίπεδο, στην πράξη έγκειται στις κρατικές αρχές να τα παραχωρήσουν ή όχι σε ομάδες (π.χ. μετανάστες, γλωσσικές μειονότητες κλπ.).

Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)