ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Διδασκαλία - Εκπαίδευση 

Ενδογλωσσική Μετάφραση 

Λατινική Ορολογία μετάφρασης (του Β. Φυντίκογλου) 

Λατινική Ορολογία μετάφρασης

Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν συστηματικά τη μετάφραση: καταρχήν στην απλή μορφή της διερμηνείας, για τη συνεννόησή τους με τους ξένους λαούς που υπέτασσαν· στη συνέχεια, μετά την επαφή τους με τον ελληνικό κόσμο και τα πολιτιστικά επιτεύγματά του, ως τον αγωγό διαμεσολάβησης που θα επέτρεπε και στους ίδιους να δημιουργήσουν πρωτότυπα έργα. Το αποτέλεσμα ήταν να αναπτυχθεί γόνιμος προβληματισμός πάνω στη μετάφραση, ο οποίος αποτέλεσε τη βάση για την πρώτη "μεταφραστική θεωρία".

Αυτός ο προβληματισμός αποτυπώνεται έμπρακτα στις μεταφράσεις ελληνικών έργων αλλά και διαφαίνεται στην αρκετά πλούσια ορολογία των Ρωμαίων για τη μεταφραστική πράξη. Οι αποχρώσεις των όρων, η διαφορετική έμφαση καθενός, η χρονολογική τους εμφάνιση, ακόμη και η συμβατοποίησή τους με το πέρασμα του χρόνου αποτελούν δείκτες για την περί μεταφράσεως αντίληψη των Ρωμαίων.

Περιεχόμενα

  • CONVERTERE: περιστρέφω / αναστρέφω / μετατρέπω, αλλάζω τη φύση κάποιου πράγματος, μεταμορφώνω / μεταφράζω
  • EXPLICARE: ξετυλίγω, ξεδιπλώνω, αναπτύσσω / διασαφηνίζω, επεξηγώ, ερμηνεύω, (μεταφράζω ;)
  • EXPRIMERE: εξάγω δια της πιέσεως / αποτυπώνω, απεικονίζω, διαμορφώνω > αναπαριστώ κάτι με λόγια, αποσαφηνίζω, περιγράφω / εκφράζω κάτι με διαφορετικά λόγια ή σε διαφορετική γλώσσα, μεταφράζω
  • INTERPRETARI [interpres, interpretatio, interpretamentum]: μεσιτεύω, βοηθώ/ ερμηνεύω, εξηγώ/ κατανοώ/ διερμηνεύω, μεταφράζω
  • MUTARE [mutatio]: μετακινώ / αλλάζω, μεταβάλλω / μεταμορφώνω, μετατρέπω / μεταφράζω
  • REDDERE: δίνω πίσω / ανταποδίδω, ξεπληρώνω / αποδίδω, μιμούμαι / αποδίδω σε ξένη γλώσσα, (μεταφράζω ;)
  • TRANSFERRE: μεταφέρω, μετατοπίζω / μεταφέρω σε άλλη γλώσσα, μεταφράζω [translatio: μεταφορά, μετακίνηση / μεταφορά (ρητορ.) / μετάφραση]
  • VERTERE: τρέπω, στρέφω / μεταβάλλω / μεταφέρω σε μια νέα γλώσσα, μεταφράζω
Τελευταία Ενημέρωση: 14 Ιαν 2008, 13:10