Λεξικό γλωσσολογικών όρων

Αναζήτηση για: "φωνολογική"

3 εγγραφές [1 - 3]
φωνολογική αντίθεση [phonological opposition]
Βλ. φώνημα
 
φωνολογική επίγνωση [phonological/phonemic awareness]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
φωνολογική λέξη [phonological word]
Μονάδα ανάλυσης της φωνολογικής δομής μιας γλώσσας, μεγαλύτερη από τους μεμονωμένους φθόγγους και τις συλλαβές (πολλοί φωνολόγοι παρεμβάλλουν και τον πόδα μεταξύ συλλαβής και φωνολογικής λέξης). Η φωνολογική λέξη (που αποτελείται από συλλαβές) δεν συμπίπτει πάντοτε με τη μορφολογική (γραμματική) λέξη (που αποτελείται από μορφήματα), ούτε οι δομές που αφορούν τις λέξεις σε φωνολογικό επίπεδο συμπίπτουν αναγκαστικά με συντακτικές δομές...
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ: σύνταξη, γενετική μετασχηματιστική γραμματική, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή, σημασιολογία, λεξικογραφία, φωνητική, ψυχογλωσσολογία, γενική γλωσσολογία, ιστορική γλωσσολογία, φωνολογία, γνωσιακή γλωσσολογία, σημειολογία, πραγματολογία, φιλοσοφία της γλώσσας, μορφολογία, λεξικολογία, τυπολογία γλωσσών, μορφοφωνολογία, εθνογραφία της επικοινωνίας, διαλεκτολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας, μορφοσύνταξη, ανάλυση συνομιλίας, ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, ανθρωπολογία της γλώσσας, κειμενογλωσσολογία, υπερτεμαχιακά στοιχεία, γραφή, εθνογλωσσολογία, γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές, νευρογλωσσολογία, υφολογία, αντιπαραθετική γλωσσολογία, μετάφραση, απόκτηση της γλώσσας, εκμάθηση της γλώσσας, εφαρμοσμένη γλωσσολογία, γραμματισμός, ονοματολογία, υπολογιστική γλωσσολογία, διδασκαλία της γλώσσας