Λεξικό γλωσσολογικών όρων

Αναζήτηση για: "φωνητική"

2 εγγραφές [1 - 2]
φωνητική [phonetics]
φωνητικά όργανα του ανθρώπου και, κατάλληλα οργανωμένοι, χρησιμεύουν για τη μετάδοση ενός προφορικού γλωσσικού μηνύματος. Οι φθόγγοι είναι μονάδες της ομιλίας. Αποτελούν φυσικές οντότητες που γίνονται αντιληπτές με τις αισθήσεις και μπορούμε να τις παρατηρήσουμε και να τις περιγράψουμε. Εκδηλώνονται αλληλοδιάδοχα στην αλυσίδα του λόγου και αλληλοεπηρεάζονται με τρόπο που καθιστά μη διακριτά τα μεταξύ τους όρια. Αυτό που ακούμε κατά...
φωνητική αλλαγή [phonetic change]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ: σύνταξη, γενετική μετασχηματιστική γραμματική, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή, σημασιολογία, λεξικογραφία, φωνητική, ψυχογλωσσολογία, γενική γλωσσολογία, ιστορική γλωσσολογία, φωνολογία, γνωσιακή γλωσσολογία, σημειολογία, πραγματολογία, φιλοσοφία της γλώσσας, μορφολογία, λεξικολογία, τυπολογία γλωσσών, μορφοφωνολογία, εθνογραφία της επικοινωνίας, διαλεκτολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας, μορφοσύνταξη, ανάλυση συνομιλίας, ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, ανθρωπολογία της γλώσσας, κειμενογλωσσολογία, υπερτεμαχιακά στοιχεία, γραφή, εθνογλωσσολογία, γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές, νευρογλωσσολογία, υφολογία, αντιπαραθετική γλωσσολογία, μετάφραση, απόκτηση της γλώσσας, εκμάθηση της γλώσσας, εφαρμοσμένη γλωσσολογία, γραμματισμός, ονοματολογία, υπολογιστική γλωσσολογία, διδασκαλία της γλώσσας