Λεξικό γλωσσολογικών όρων

Αναζήτηση για: "σημασία,"

12 εγγραφές [1 - 10]
σημασία, αναφορική [referential meaning]
Βλ. αναφορά
 
σημασία, γραμματική [grammatical meaning]
Βλ. σημασία
 
σημασία, διαπροσωπική [interpersonal meaning]
Βλ. χρήση
 
σημασία, εκφραστική ή συναισθηματική [expressive or affective meaning]
Βλ. σημασία
 
σημασία, εκφωνηματική [utterance meaning]
Βλ. σημασία
 
σημασία, κειμενική [textual meaning]
Βλ. χρήση
 
σημασία, κοινωνική [social meaning]
Βλ. σημασία
 
σημασία, λεξική [lexical meaning]
Βλ. σημασία
 
σημασία, μεταφορική [metaphorical meaning]
Βλ. σημασία
 
σημασία, περιγραφική ή γνωστική [descriptive or cognitive meaning]
Βλ. σημασία
 
< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ: σύνταξη, γενετική μετασχηματιστική γραμματική, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή, σημασιολογία, λεξικογραφία, φωνητική, ψυχογλωσσολογία, γενική γλωσσολογία, ιστορική γλωσσολογία, φωνολογία, γνωσιακή γλωσσολογία, σημειολογία, πραγματολογία, φιλοσοφία της γλώσσας, μορφολογία, λεξικολογία, τυπολογία γλωσσών, μορφοφωνολογία, εθνογραφία της επικοινωνίας, διαλεκτολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας, μορφοσύνταξη, ανάλυση συνομιλίας, ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, ανθρωπολογία της γλώσσας, κειμενογλωσσολογία, υπερτεμαχιακά στοιχεία, γραφή, εθνογλωσσολογία, γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές, νευρογλωσσολογία, υφολογία, αντιπαραθετική γλωσσολογία, μετάφραση, απόκτηση της γλώσσας, εκμάθηση της γλώσσας, εφαρμοσμένη γλωσσολογία, γραμματισμός, ονοματολογία, υπολογιστική γλωσσολογία, διδασκαλία της γλώσσας