Dictionary of Linguistic Terms

Results for: "μετω"

1 item total
μετωνυμία [metonymy]
Ο όρος συνοψίζει την παλιότερη περιγραφή, αλλά και αντίληψη, του φαινομένου: μια γλωσσική έκφραση που παραπέμπει τυπικά, κυριολεκτικά, σε μια οντότητα Α μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε προκειμένου να παραπέμψουμε, μη κυριολεκτικά αυτή τη φορά, σε μια άλλη οντότητα Β· πρβ. ...
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go