Λεξικό γλωσσολογικών όρων

Αναζήτηση για: "γλωσσικός"

5 εγγραφές [1 - 5]
γλωσσικός άτλας
Χωρίς περιεχόμενο...
 
γλωσσικός ηγεμονισμός [linguistic hegemonism]
Ο όρος αναφέρεται σε μηχανισμούς άσκησης ιδεολογικής εξουσίας, που στοχεύουν στην εξασφάλιση της συναίνεσης σε επιλογές της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης μέσα από τη φυσικοποίησή τους, δηλαδή, την αποδοχή τους ως αυτονόητων και «φυσικών». Η γλώσσα αποτελεί τόσο έκφραση όσο και συστατικό αυτής της διαδικασίας: η απαξίωση των διαλέκτων, η επιβολή μιας διαλέκτου ως επίσημης, εθνικής γλώσσας, η ανάδειξη σε νόρμα...
γλωσσικός θάνατος [language death]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
γλωσσικός προγραμματισμός [language planning]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
γλωσσικός σχετικισμός [linguistic relativity]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ: σύνταξη, γενετική μετασχηματιστική γραμματική, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή, σημασιολογία, λεξικογραφία, φωνητική, ψυχογλωσσολογία, γενική γλωσσολογία, ιστορική γλωσσολογία, φωνολογία, γνωσιακή γλωσσολογία, σημειολογία, πραγματολογία, φιλοσοφία της γλώσσας, μορφολογία, λεξικολογία, τυπολογία γλωσσών, μορφοφωνολογία, εθνογραφία της επικοινωνίας, διαλεκτολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας, μορφοσύνταξη, ανάλυση συνομιλίας, ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, ανθρωπολογία της γλώσσας, κειμενογλωσσολογία, υπερτεμαχιακά στοιχεία, γραφή, εθνογλωσσολογία, γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές, νευρογλωσσολογία, υφολογία, αντιπαραθετική γλωσσολογία, μετάφραση, απόκτηση της γλώσσας, εκμάθηση της γλώσσας, εφαρμοσμένη γλωσσολογία, γραμματισμός, ονοματολογία, υπολογιστική γλωσσολογία, διδασκαλία της γλώσσας