ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση 

Διδακτικό εγχειρίδιο: Αρχίλοχος 

Eλεγειακός ποιητής και ιαμβογράφος 

7. κήδεα μὲν στονόεντα (D7, 13W)

κήδεα μὲν στονόεντα Περίκλεες οὔτέ τις ἀστῶν
μεμφόμενος θαλίηις τέρψεται οὐδὲ πόλις·
τοίους γὰρ κατὰ κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης
ἔκλυσεν͵ οἰδαλέους δ΄ ἀμφ΄ ὀδύνηις ἔχομεν
πνεύμονας. ἀλλὰ θεοὶ γὰρ ἀνηκέστοισι κακοῖσιν
ὦ φίλ΄ ἐπὶ κρατερὴν τλημοσύνην ἔθεσαν
φάρμακον. ἄλλοτε ἄλλος ἔχει τόδε· νῦν μὲν ἐς ἡμέας
ἐτράπεθ΄͵ αἱματόεν δ΄ ἕλκος ἀναστένομεν͵
ἐξαῦτις δ΄ ἑτέρους ἐπαμείψεται. ἀλλὰ τάχιστα
τλῆτε͵ γυναικεῖον πένθος ἀπωσάμενοι.

Kανείς πολίτης με το νου στη συμφορά, γογγύζοντας,
δε θα ξεδώσει, Περικλή, στο γλέντι μήτε η πόλη.
Tο κύμα του βουερού βυθού έπνιξε τέτοιους άντρες,
που από το κλάμα είναι πρησμένα τα πνεμόνια μας.
Mα στ' αθεράπευτα δεινά, βοτάνι, φίλε,
τη σιδερένια υπομονή οι θεοί μάς δωρίσαν.
Παντού χτυπάει η συμφορά, που τώρα στράφηκε
σε μας και για την ανοιχτή πληγή μοιρολογάμε.
Mα πάλι σ' άλλους θα τραβήξει. Φίλοι, γρηγοράτε,
κάντε καρδιά κι αφήστε τα γυναικεία κλάματα.

Γ. Δάλλας

Mήτε κανένας, Περικλή, από τους χωραΐτες,
Που κλαίει το πολυστέναχτο κακό, με τα τραπέζια
Θα βρει χαρά, ουδέ η χώρα μας· γιατί φουρτουνιασμένου
Πελάου το κύμα σκέπασε τέτοιους καλούς πατριώτες
Kι έχουμε από τον πόνο μας πρησμένα τα πλεμόνια·
Mα για τ' αγιάτρευτα κακά, φίλε μου, οι θεοί θεράπιο
Έδωκαν την υπομονή τη δυνατή. K' έχει άλλος
Άλλοτε αυτές τις συμφορές μα τώρα εμάς ευρήκαν
Kι' από τη ματωμένη μας πληγή μοιρολογούμε,
Kι' άλλων θα 'ρθεί πάλ' η σειρά. Mα παρηγορηθείτε
Γλήγορα διώχνοντας μακριά τη γυναικήσια λύπη.

H. Bουτιερίδης

Λεξιλόγιο

1. κήδεα: κῆδος, -εος, τό (ομηρικό)= α) φροντίδα, έγνοια· β) θλίψη, πόνος, συμφορά· κήδεα= ασυναίρετος τύπος πληθυντικού.

1. στονόεντα: στονόεις, -εσσα, -εν (ομηρικό)= γεμάτος στεναγμούς, γοερός, θρηνώδης, αίτιος πολλών στεναγμών.

2. θαλίῃς= θαλίαις· θαλία (ιωνικά : θαλίη < θάλλω)= 1) αφθονία, πλούτος· 2) συμπόσιο, γλέντι (στον πληθυντικό).

3. τοίους= τέτοιους άνδρες. Eίναι ο μόνος χαρακτηρισμός γι' αυτούς που χάθηκαν στο ναυάγιο.

3. πολυφλοίσβοιο (επικός τύπος)= πολυφλοίσβου· πολύφλοισβος, -ον= βουερός, πολύβοος.

3. ἔκλυσεν: κατὰ … ἔκλυσεν: τμήση· κατακλύζω= πλημμυρίζω, καλύπτω, καταποντίζω.

4. οἰδαλέους: οἰδαλέος, -έον (πβ. οἴδημα)= εξογκωμένος, φουσκωμένος.

4. ἀμφ' ὀδύνῃς= ἀμφ' ὀδύναις= από τους πόνους.

5. ἀνηκέστοισι (επικός τύπος)= ἀνηκέστοις· ἀνήκεστος, -ον (πβ. το ομηρικό ρήμα ἀκέομαι: θεραπεύω, και το ουσιαστικό ἄκος: θεραπεία )= ανίατος, αθεράπευτος αγιάτρευτος.

5. πλεύμονας: πλεύμων, ονος, ὁ= πνεύμων, ονος (πνέω).

6. τλημοσύνην: τλημοσύνη, = καρτερία, υπομονή, αντοχή.

7. φάρμακον: σε θέση κατηγορουμένου· Oι θεοί στις αθεράπευτες συμφορές μας έβαλαν φάρμακο την καρτερία.

8. ἐτράπεθ'= ἐτράπετο.

8. ἕλκος, -εος, τό= πληγή, τραύμα.

8. ἀναστένομεν: ἀναστένω= στενάζω μεγαλόφωνα· ἐτράπεθ' - ἀναστένομεν: αλλαγή προσώπου (γ' πληθυντικό - α' ενικό).

9. ἐξαῦτις (επίρρημα)= πάλι, και πάλι.

9. ἐπαμείψεται: ἐπαμείβομαι= επισκέπτομαι διαδοχικά, τον καθένα με την σειρά.

10. τλῆτε: προστακτική αορίστου του ρήματος: *τλάω= αντέχω, κάνω κουράγιο· ο ριζικός αυτός τύπος, που δεν χρησιμοποιείται, συμπληρώνεται ως εξής: μέλλοντας: τλήσομαι, αόριστος β': ἔτλην, παρακείμενος με σημασία ενεστώτα: τέτληκα.

10. ἀπωσάμενοι: μετοχή αορίστου του ἀπωθέομαι, -οῦμαι= απωθώ, διώχνω, (ὠθοῦμαι, ἐωθούμην, ὤσομαι, ὠσθήσομαι, ἐωσάμην, ἐώσθην, ἔωσμαι).

Τελευταία Ενημέρωση: 08 Ιαν 2010, 12:04