ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι 

Νίκος Παντελίδης (2007) 

Η ελληνική γλώσσα κατά τη δεύτερη χιλιετία

Πριν προχωρήσουμε στην τελευταία ενότητα για τη λεγόμενη «κάθοδο τών Δωριέων», είναι απαραίτητο να αναφερθούμε, έστω και πολύ συνοπτικά, στην ελληνική γλώσσα τής περιόδου που εξετάζουμε και, πιο συγκεκριμένα, στις επιμέρους διαλέκτους της. Η συνοπτική αυτή αναφορά θεωρείται αναγκαία γιατί οι ελληνικές διάλεκτοι φωτίζουν σε μεγάλο βαθμό το ζήτημα τών ελληνικών φύλων και τού χώρου προέλευσής τους.

Από τον Χόφμαν (O. Hoffmann, De mixtis graecae linguae dialectis, Göttingen 1888, και Die griechischen Dialekte, 1-3, Göttingen, 1891-1898) η αιολική και αρκαδο-κυπριακή διάλεκτος συνοψίζονται, λόγω τών ομοιοτήτων τους, σε μία διάλεκτο με την ονομασία «αχαϊκή». Η διάκριση, λοιπόν, αυτή σε τρεις διαλέκτους, την ιωνική-αττική, τη δωρική και την αχαϊκή, είναι η πλέον παραδοσιακή. Όμως από τα νέα δεδομένα που προέκυψαν, τόσο από αρχαιολογικής όσο και από γλωσσολογικής πλευράς, και κυρίως μετά την αποκρυπτογράφηση τής Γραμμικής Β', η διαλεκτική αυτή κατανομή ανασκευάστηκε σε μεγάλο βαθμό. Αποφασιστικά προώθησε την έρευνα το ερώτημα πώς είναι δυνατόν διάλεκτοι, με πολλά κοινά και συγγενή χαρακτηριστικά, να ομιλούνται σε χώρους που γεωγραφικά απέχουν πάρα πολύ μεταξύ τους και συχνά παρεμβάλλονται ανάμεσά τους σημαντικές αποστάσεις θάλασσας. Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται μόνο αν υποθέσουμε μια μακρόχρονη γειτνίαση τών αντίστοιχων γλωσσικών ομάδων κάποια συγκεκριμένη εποχή.

Σήμερα γίνεται λόγος για την ιωνική-αττική, την αρκαδοκυπριακή, την αιολική και τις λεγόμενες δυτικές διαλέκτους. Μεγάλες δυσχέρειες, όμως, παρουσιάζει η προσπάθεια τών ερευνητών να αναγνωρίσουν προγενέστερες και ευρύτερες διαλεκτικές ομάδες, από τις οποίες προήλθαν οι γνωστές διάλεκτοι τής Ιστορικής Εποχής. Η δε είσοδος τής μυκηναϊκής ή αχαϊκής, λεγομένης, διαλέκτου στο ερευνητικό πεδίο έδωσε μεγάλη ώθηση προς την κατεύθυνση αυτή.

Πάντως, μια γενικώς ευρύτερα αποδεκτή κατανομή τών ελληνικών διαλέκτων είναι εκείνη σε δύο ομάδες: α) τη δυτική (19553) ή κατ' άλλους βόρεια (π.χ. 1963), που περιλάμβανε τη δωρική και τις βορειοδυτικές διαλέκτους, και β) την ανατολική ή κατ' άλλους νότια, που περιλάμβανε την ιωνική-αττική, την αρκαδοκυπριακή και την αιολική.

Αρκετοί ερευνητές δέχονται μια άλλη κατανομή σε ό,τι αφορά την προέλευση τής αιολικής και τής αρκαδο-κυπριακής. Σύμφωνα με αυτούς, οι δύο αυτές διάλεκτοι υπάγονται σε μία ευρύτερη διαλεκτική ομάδα, τη λεγόμενη κεντρική, η οποία εκλαμβάνεται ως ανεξάρτητη από τις δύο άλλες διαλεκτικές ομάδες, τη δυτική και την ανατολική ή ιωνική-αττική, κατά τον Μ. Σακελλαρίου, 1970.

Τις ομαδοποιήσεις αυτές προώθησαν οι κατά μέρος συγγένειες και βέβαια η προϋποτιθέμενη προγενέστερη γειτνίαση σε κάποιους χώρους τού ελληνικού εδάφους. Η ιωνική-αττική, λ.χ., έχει πολλές ομοιότητες με την αρκαδοκυπριακή, κάτι που προϋποθέτει μια γειτνίαση σε μια εποχή πριν το 1900 π.Χ., αφού κατά τις αρχές τής ΜΕ Εποχής, όπως είδαμε παραπάνω, η εγκατάσταση και η πορεία τών συγκεκριμένων φύλων δεν παρουσιάζει κοινά σύνορα. Κάτι παρόμοιο υποθέτουν οι υποστηρικτές τής κεντρικής διαλέκτου και για τη σχέση μεταξύ αρκαδοκυπριακής και αιολικής, αφού ούτε αυτές οι δύο ομάδες είχαν κοινά σύνορα μετά τις μετακινήσεις τους κατά τη ΜΕ Εποχή. Άρα, η γειτνίαση θα πρέπει να αναχθεί σε μια εποχή αρκετά πριν το 1900 π.Χ.

Θα πρέπει, λοιπόν, να εικάσουμε ότι ο σχηματισμός κάποιων ελληνικών διαλέκτων ανάγεται στην εποχή από το 2500 ώς το 1900 π.Χ. Είναι βέβαια ευνόητο να υποθέσουμε ότι τα πρωτοαιολόφωνα φύλα του 2000 π.Χ. θα μιλούσαν μια διάλεκτο αρκετά διαφορετική από τη γνωστή μας τών Ιστορικών Χρόνων. Κάτι αντίστοιχο ισχύει επίσης και για τις υπόλοιπες διαλέκτους.

Αρκετά προβληματική καθίσταται η θέση τής μυκηναϊκής διαλέκτου στον διαλεκτικό «χάρτη» τής Ελληνικής. Πολλοί ερευνητές τήν συσχετίζουν με τις νότιες διαλέκτους, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι προήλθε απευθείας από την αιολική διάλεκτο. Εκείνο που θα πρέπει εδώ να τονίσουμε, είναι ότι η μυκηναϊκή δεν ταυτίζεται με καμιά από τις διαλέκτους τής Ιστορικής Εποχής. Τις περισσότερες συγγένειες εμφανίζει με την αρκαδοκυπριακή και την αιολική διάλεκτο, χωρίς, ωστόσο, να μπορούν να παραβλεφθούν οι σχέσεις της με την ιωνική-αττική. Εκείνη η διάλεκτος, με την οποία φαίνεται να μην παρουσιάζει κάποια συγγένεια, είναι η δωρική. Το ζήτημα, πάντως, της αναζήτησης των σχέσεων τής μυκηναϊκής με τις υπόλοιπες διαλέκτους παραμένει ακόμη, λόγω των μεγάλων δυσχερειών του, ανοιχτό.

Στρεφόμαστε τώρα στο δεύτερο ερώτημα που έχει απασχολήσει έντονα τους μελετητές των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων. Mε βάση τη διαλεκτική πραγματικότητα της 1ης χιλιετίας π.X. είναι δυνατόν να ερευνηθεί η προϊστορία των ελληνικών διαλέκτων και η καταγωγή της κατανομής τους κατά την ιστορική εποχή; Eίναι δυνατόν να μάθουμε αν τα φύλα που εγκαταστάθηκαν στον ελληνικό χώρο και οι διάλεκτοι των ομιλητών τους διαχωρίστηκαν, όλες ή ένα μέρος τους, πριν την είσοδό τους στον ελληνικό χώρο ή μετά την εγκατάστασή τους σε αυτόν (αν όντως η δημιουργία της ελληνικής γλώσσας συνδέεται με τέτοιου είδους μετακινήσεις); Eιδικά το τελευταίο ερώτημα δεν μοιάζει να μπορεί να απαντηθεί με βάση τα διαθέσιμα γλωσσικά δεδομένα. Ίσως να αρκεί να μάθουμε αν η διάκριση μεταξύ αρκαδοκυπριακής, αττικοϊωνικής, αιολικής δωρικής υφίστατο ή όχι τη 2η χιλιετία π.X.

[…]

H εμφάνιση της κατάληξης -σι υποδεικνύει ότι τον 13ο αιώνα π.X. η ελληνική διέθετε κάποια μορφή διαλεκτικής διάσπασης και πως υπήρχαν δύο τουλάχιστον διαλεκτικές ομάδες: μία που αποτελούσε τον πρόδρομο των δυτικών διαλέκτων, με διατηρημένη την αρχική μορφή της κατάληξης -τι (π.χ. δίδωτι), και μία που συνιστούσε τον πρόδρομο των διαλέκτων που έτρεπαν το -τι σε -σι (π.χ. δίδωσι).

[…]

Συμπερασματικά, το πλούσιο διαλεκτικό φάσμα της κλασικής εποχής έχει κατά καιρούς ταξινομηθεί με διάφορους τρόπους, εξαιτίας της πολύπλοκης κατανομής των ισογλώσσων, υπάγεται όμως, κατά την ισχύουσα άποψη, σε τέσσερις μεγάλες διαλεκτικές ομάδες. Eίναι, ωστόσο, επικίνδυνο να επιδιώκουμε να μεταφέρουμε τη γλωσσική εικόνα της 1ης χιλιετίας και στη 2η. H επιθυμία για προσδιορισμό της γλωσσικής φυσιογνωμίας της 2ης χιλιετίας οδήγησε στη διατύπωση πολλών θεωριών, μερικές από τις οποίες συνδέονται με ιστορικές υποθέσεις για τη μετακίνηση των ελληνικών φύλων. Προς το παρόν πάντως, η υπάρχουσα γλωσσική μαρτυρία δεν επαρκεί για να αποκατασταθεί ο γλωσσικός χάρτης πρώιμων εποχών ούτε, πολύ περισσότερο, για να εξαχθούν συμπεράσματα για την πορεία των ελληνικών φύλων.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:44