ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Στάσεις απέναντι στη γλώσσα 

Μαρία Κακριδή-Φερράρι (2007) 

1. Γλωσσικές και μεταγλωσσικές στάσεις, μέθοδοι

Εδώ και αρκετά ήδη χρόνια ορισμένοι ερευνητές εντοπίζουν την ανάγκη να ληφθεί υπόψη ο υποκειμενικός παράγοντας, δηλαδή οι απόψεις των ομιλητών σχετικά με τις γλωσσικές τους χρήσεις, στη διαδικασία περιγραφής των γλωσσικών κοινοτήτων.

Μια τέτοια τοποθέτηση είναι ιδιαίτερα σημαντική όταν χρειάζεται να εξετάσουμε αν μια δεδομένη γλωσσική κοινότητα είναι διφυής (diglosse) ή όχι. Γιατί αν δεχτούμε ότι η διφυΐα χαρακτηρίζεται, από μια καθαρά διχοτομική αντίληψη ιδιωμάτων που ανήκουν στο ίδιο γλωσσικό ρεπερτόριο (PRUDENT, 1981) και στα οποία οι ομιλητές αποδίδουν καθαρά διαφοροποιημένες αξίες γίνεται φανερό ότι είναι αδύνατο να χαρακτηρίσουμε μια κοινότητα ως δίγλωσση (bilingue) ή διφυή (diglosse), αν δεν έχουμε προηγουμένως προχωρήσει στην ανάλυση των γλωσσικών στάσεων των ομιλητών, αφού ένας τέτοιος χαρακτηρισμός εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο οι ομιλητές βιώνουν τη σχέση τους με τα διάφορα ιδιώματα που αποτελούν το γλωσσικό τους ρεπερτόριο. Δυο είναι οι μέθοδοι διακρίβωσης αυτών των στάσεων: α) οι άμεσες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται κυρίως από την κοινωνιογλωσσολογία/ψυχογλωσσολογία, (έρευνες με ερωτηματολόγιο, ατομικές συνεντεύξεις, γλωσσικές βιογραφίες (récits de vie)) και β) οι έμμεσες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται από την κοινωνική ψυχολογία (matched-guise test).

Αυτοί οι δύο τύποι μεθόδων καλύπτουν ολόκληρο σχεδόν το πεδίο έρευνας γύρω από τις γλωσσικές στάσεις και αισθήματα. Υπάρχει όμως και μια τρίτη μέθοδος, που δεν έχει ακόμα χρησιμοποιηθεί ευρέως και που παρουσιάζει το πλεονέκτημα να μειώνει στο ελάχιστο τις παρεμβατικές ενέργειες του γλωσσολόγου στη διάρκεια της συγκρότησης του corpus. Πρόκειται για την ανάλυση των μεταγλωσσικών λόγων (discours métalinguistiques) μιας γλωσσικής κοινότητας έτσι όπως εκφράζονται μέσα από τον καθημερινό προφορικό ή γραπτό τύπο: με τη μορφή δηλαδή άρθρων, σχολίων, δηλώσεων ή ανακοινώσεων στο ράδιο ή την τηλεόραση ή στις εφημερίδες και τα περιοδικά.

Το κυριότερο πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου αποτελεί το είδος του υλικού που χρησιμεύει ως βάση για την περαιτέρω ανάλυση: οι μεταγλωσσικοί λόγοι (γραπτοί ή προφορικοί) αποτελούν ένα υλικό που έχει συλλεχθεί in vivo, δηλαδή έτσι όπως έχει φτιαχτεί από τους ίδιους τους ομιλητές για να λειτουργήσει μέσα στη γλωσσική κοινότητα που αποτελεί το αντικείμενο έρευνας. Αυτό σημαίνει κατ' επέκταση ότι οι εθισμοί που προκαλούν τις διάφορες αντιδράσεις εκ μέρους των ομιλητών, πηγάζουν από την ίδια την κοινότητα, πρόκειται με λίγα λόγια για εσωτερικούς εθισμούς.

Αυτή η μέθοδος μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις όπου η γλωσσική κοινότητα υπό μελέτη:

  • α) είναι ευαισθητοποιημένη τόσο σε θέματα γλώσσας όσο και σε θέματα γλωσσικής πολιτικής, με λίγα λόγια σε ό,τι σχετίζεται, άμεσα ή έμμεσα με τη δομή ή τη θέση ενός ιδιώματος,
  • β) επιτρέπει στους ομιλητές να εκφράσουν αυθόρμητα τις απόψεις τους γύρω από γλωσσικά θέματα. Αυτό σημαίνει ότι η εν λόγω μέθοδος είναι αναποτελεσματική, και άρα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, σε κοινότητες όπου η γλώσσα αποτελεί ταμπού.

Είναι βέβαια αλήθεια ότι σπάνια μπορεί να βρει κανείς κοινωνίες που να μην ενδιαφέρονται καθόλου για τη γλώσσα ή για θέματα χρήσης της γλώσσας. Ενώ όμως σε ορισμένες περιπτώσεις, τα γλωσσικά θέματα παρουσιάζονται με τρόπο ευκαιριακό και στη συνέχεια ξεχνιούνται, σ' άλλες, η γλώσσα αποτελεί αντικείμενο συνεχούς ενδιαφέροντος. Αυτή η διαφορά ανάμεσα στους δυο τύπους κοινωνίας οφείλεται αναμφίβολα στις αξίες που η καθεμιά αποδίδει στη γλώσσα: αν οι ομιλητές πιστεύουν ότι η γλώσσα είναι φορέας μιας εθνικής ή πολιτιστικής ταυτότητας που βρίσκεται (ή που οι ομιλητές νομίζουν ότι βρίσκεται) σε κίνδυνο, καθετί που την αφορά θα προκαλεί μακρές συζητήσεις και πολλές φορές αλλεπάλληλες διενέξεις.

Θα μπορούσε φυσικά να αναρωτηθεί κανείς αν η χρησιμοποίηση μιας τέτοιας μεθόδου μπορεί να μας δώσει μια αντιπροσωπευτική εικόνα του τι οι χρήστες ή ομιλητές πιστεύουν ή αισθάνονται σε σχέση με τη γλώσσα. Γιατί αυτοί οι λόγοι, σχόλια, αντιδράσεις, προορίζονται στην πραγματικότητα για δημοσίευση και απευθύνονται συχνά σ' ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό.

Ξέρουμε όμως ότι πολλοί ομιλητές δεν έχουν πρόσβαση στα γραπτά μέσα επικοινωνίας κι αυτό σίγουρα μειώνει το φάσμα των εκφραζόμενων θέσεων που έχουμε στη διάθεσή μας. Υπάρχει άραγε κίνδυνος να συγχύσει ο ερευνητής γλωσσολόγος αυτά τα άρθρα που εκφράζουν μεμονωμένες προσωπικές απόψεις, με τις απόψεις της ευρύτερης κοινής γνώμης, κίνδυνο που εντοπίζει και ο HOBSBAWM (1992: 11) στη μελέτη του εθνικισμού μέσα από γραπτές πηγές. Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε σχετικά ότι η αντιπροσωπευτικότητα των απόψεων που εκφράζονται γύρω από γλωσσικά θέματα, δεν εξαρτάται από την ίδια τη μέθοδο, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο μεθοδεύεται η συγκρότηση του corpus: αν οι γραπτές πηγές που επιλέξουμε, ποικίλλουν, ως προς την πολιτική ή ιδεολογική τους τοποθέτηση, αυτό μπορεί να αποτελέσει εγγύηση για μια ευρύτερη αντιπροσώπευση των διαφόρων απόψεων, αφού ξέρουμε ότι συχνά η πολιτική τοποθέτηση επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο οι ομιλητές αντιμετωπίζουν τη γλώσσα.

Συμβαίνει, βέβαια, ορισμένες πηγές (εφημερίδες, περιοδικά) να δείχνουν περισσότερο ενδιαφέρον από άλλες, για γλωσσικά ζητήματα και ο ερευνητής αναγκάζεται, κατά κάποιο τρόπο, να κάνει ευρύτερη αναφορά στις πρώτες παρά στις δεύτερες. Αυτό το γεγονός αποτελεί ένα από τα μειονεκτήματα της μεθόδου, που χαρακτηρίζει όμως την ίδια τη γλωσσική κοινότητα και δεν είναι αποτέλεσμα αυθαίρετης επιλογής του ερευνητή.

Ας επανέλθουμε όμως στο πρόβλημα της σύγχυσης μεταξύ μεμονωμένων απόψεων και κοινής γνώμης για το οποίο μιλούσαμε πιο πάνω. Είναι φανερό ότι οι απόψεις που εκφράζονται μέσα από αυτά τα άρθρα, σχόλια, κλπ. είναι απόψεις συγκεκριμένων ατόμων ή ομάδων που αισθάνονται ότι ορισμένα γλωσσικά θέματα ή προβλήματα τους αφορούν άμεσα, ή έστω έμμεσα. Αν πάρουμε για παράδειγμα την ελληνοκυπριακή κοινότητα, θα διαπιστώσουμε ότι τα περισσότερα γλωσσικά ή κοινωνιογλωσσικά ζητήματα που ανέκυψαν τα τελευταία επτά χρόνια (όπως η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στα γυμνάσια, ή ακόμη η γλωσσική κρίση της νεολαίας), σχολιάστηκαν ή προκάλεσαν συζητήσεις σ' εκείνους τους κύκλους που συνήθως θεωρούν ότι η γλώσσα εμπίπτει στις αρμοδιότητές τους, δηλαδή από καθηγητές, φιλόλογους, γλωσσολόγους. Θέματα όμως όπως η μετάφραση των κυπριακών νόμων από την αγγλική στην ελληνική, προκάλεσαν αντιδράσεις όχι μόνο σ' αυτούς τους κύκλους, αλλά και στους δικηγορικούς/δικαστικούς κύκλους, που αισθάνθηκαν ότι αυτό το θέμα, τους αφορούσε άμεσα, αν και δεν αναγνώριζαν στους εαυτούς τους καμιά εκ των προτέρων αρμοδιότητα.

Μήπως θα έπρεπε να δεχτούμε τότε την ύπαρξη μιας διττής κοινωνίας με τους μορφωμένους ή διανοούμενους, ευαισθητοποιημένους στα διάφορα γλωσσικά θέματα από τη μια, και τον εργατόκοσμο που ενδιαφέρεται λιγότερο για τέτοια θέματα από την άλλη (ιδ. GUESPIN & MARCELLESI, 1986); Το να δεχτούμε κάτι τέτοιο, σημαίνει ταυτόχρονα ότι στερούμε στους πρώτους την ιδιότητά τους ως μέλη της γλωσσικής κοινότητας όπως και τον αυθόρμητο χαρακτήρα των παρεμβάσεών τους, και στους δεύτερους την ικανότητά τους να;προβληματίζονται ή να έχουν απόψεις πάνω σε τέτοια θέματα, έστω και αν δεν τις εκφράζουν μέσα από τέτοια μέσα ευρείας επικοινωνίας.

Εκείνο που πρέπει να έχουμε κατά νου, είναι ότι με τη μέθοδο που χρησιμοποιούμε μπορούμε να μελετήσουμε ένα μόνο μέρος των γλωσσικών απόψεων που χαρακτηρίζουν μια δεδομένη κοινότητα, αλλά ότι αυτό συμβαίνει και όταν χρησιμοποιούμε μια από τις άλλες μεθόδους που αναφέραμε στην εισαγωγή μας: είναι αδύνατο να επισημάνουμε όλες απολύτως τις απόψεις που υπάρχουν σε μια κοινότητα, οποιαδήποτε κι αν είναι η μέθοδος που χρησιμοποιούμε. Η ποικιλία όμως των απόψεων που έχουμε διαπιστώσει εφαρμόζοντας αυτή τη μέθοδο στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, είναι η καλύτερη απόδειξη της εγκυρότητάς της.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:42