ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Στάσεις απέναντι στη γλώσσα 

Μαρία Κακριδή-Φερράρι (2007) 

Γλωσσικά στερεότυπα και προκαταλήψεις

Οι γλωσσικές στάσεις συνδέονται με τα γλωσσικά στερεότυπα και τις προκαταλήψεις.

Ο όρος στερεότυπο αναφέρεται σε πεποιθήσεις για τάξεις ατόμων, ομάδων ή αντικειμένων, οι οποίες είναι «προκατασκευασμένες»· δεν προκύπτουν, δηλαδή, από μια σύγχρονη εκτίμηση του κάθε φαινομένου, αλλά από μηχανικές συνήθειες κρίσεως και προσδοκίας (Unesco 1972). Δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί γενικά ποιος είναι ο βαθμός ή το είδος της διαστρέβλωσης, της υπερβολής ή της απλούστευσης που εκδηλώνεται σε αυτές τις πεποιθήσεις. Με άλλα λόγια, ως στερεότυπο χαρακτηρίζουμε οποιαδήποτε κατηγορηματική γενίκευση για ανθρώπους ή κοινωνικές ομάδες, που αγνοεί την ατομική ή κοινωνική ποικιλία και διαφορά. Είναι πρόχειρα και βεβιασμένα συμπεράσματα για πρόσωπα, μέρη, ομάδες και για περισσότερο πολύπλοκες καταστάσεις, τα οποία προκαταλαμβάνουν τη συμπεριφορά μας (McNabb 1986). Πρέπει να τονιστεί ότι ένα στερεότυπο τις περισσότερες φορές δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά συχνά προσφέρει στους ανθρώπους μια πρόχειρη και έτοιμη κατηγοριοποίηση με όλα τα συνεπαγόμενα προβλήματα τέτοιων κατηγοριοποιήσεων (Wardhaugh 1994· Saville-Troike 1995). Τα κοινά στερεότυπα προέρχονται από την καθημερινή, κοινή πραγματικότητα και αποτελούν ένα συνδυασμό του πραγματικού κόσμου και της αντίληψης των ατόμων που επηρεάζονται βαθιά από τον πολιτισμό τους και από τη γλώσσα τους (Le Page & Tabouret-Keller 1985). Ένας τρόπος να δούμε τα στερεότυπα είναι όταν αναφερόμαστε σε άλλες εθνικές ομάδες ή στον τρόπο ομιλίας τους (π.χ. τα ανέκδοτα για τους Πόντιους στην Ελλάδα ή η ειρωνική μίμηση του τρόπου που μιλάνε οι Κρητικοί ή οι Επτανήσιοι). Τα στερεότυπα δεν είναι πάντοτε αρνητικά. Στην περίπτωση, όμως, των αρνητικών στερεοτύπων, η έρευνα εστιάζεται στα στερεότυπα της έξω-ομάδας, αν και γνωρίζουμε ότι και τα μέλη της έσω-ομάδας μπορεί να εσωτερικεύσουν στερεότυπα. Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί συνηθίζουμε να βλέπουμε την έξω-ομάδα ως κάτι ομοιογενές και μονολιθικό. Μια βασική διάκριση αφορά επίσης τα κοινωνικά και τα ατομικά στερεότυπα (Hewstone & Giles 1997). Τα πρώτα αφορούν τα χαρακτηριστικά που τα περισσότερα άτομα αποδίδουν σε μεγάλο ποσοστό στην ομάδα-στόχο, ενώ ατομικά στερεότυπα αποτελούν τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται από ένα άτομο στην ομάδα-στόχο. Όπως είναι φυσικό, τα κοινωνικά στερεότυπα έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία στη μελέτη της δι-ομαδικής επικοινωνίας.

Ο όρος στερεότυπο πρέπει να διακρίνεται, δεδομένου ότι ανήκει στην κατηγορία των πεποιθήσεων, από την προκατάληψη, η οποία αποτελεί στάση. Μερικές φορές οι όροι χρησιμοποιούνται ως συνώνυμα. Όπως επισημαίνεται και στο κείμενο της Unesco (1972), δεν έχουμε τον απαιτούμενο χρόνο ή την ενεργητικότητα για να μελετήσουμε κάθε γεγονός και ενεργούμε με βάση τα χονδρικά χαρακτηριστικά. Η προκατάληψη είναι μια αρνητική, δυσμενής στάση απέναντι σε μια ομάδα ή τα μέλη που την απαρτίζουν. Η στάση αυτή χαρακτηρίζεται από στερεότυπες πεποιθήσεις και πηγάζει από διαδικασίες που συντελούνται σε όσους τηρούν αυτή τη στάση και όχι από την πραγματική εξακρίβωση του αν η ομάδα έχει τα γνωρίσματα που της αποδίδονται. Τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις είναι κοινωνικές αναπαραστάσεις που αναπαράγονται ουσιαστικά στην κοινωνία μέσω του λόγου (βλ. Δραγώνα 1997α για μια αναλυτική συζήτηση). Οι κατηγορίες των προκαταλήψεων περιλαμβάνουν την καταγωγή, την εμφάνιση, κοινωνικο-οικονομικούς στόχους, κοινωνικο-πολιτισμικές νόρμες και αξίες καθώς και την προσωπικότητα. Δηλαδή σε περιπτώσεις μελών που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες, τα μέλη της κυρίαρχης ομάδας δημιουργούν ή βασίζονται σε γενικές γνώσεις ή γνώμες για την καταγωγή των μελών της έξω-ομάδας, για το πώς μοιάζουν, γιατί βρίσκονται «εδώ», για τις πολιτισμικές αξίες και νόρμες που έχουν (π.χ. τι γλώσσα μιλούν), καθώς και για το είδος της προσωπικότητάς τους (Van Dijk 1996).

Είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν την ομιλία ως πηγή πληροφοριών για τα κοινωνικά και επαγγελματικά χαρακτηριστικά του ομιλητή, για την καταγωγή του, αλλά και για χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Εάν κανείς δεν έδινε σημασία στα κοινωνικά μηνύματα που στέλνουν οι ομιλητές, δεν θα υπήρχε λόγος να τα στείλουν, αλλά όλοι ξέρουμε ότι δίνουμε σημασία σε τέτοιου είδους μηνύματα και αυτή η συνήθεια να χρησιμοποιούμε τα κοινωνικά μηνύματα ως πηγή πληροφοριών ονομάζεται γλωσσική προκατάληψη (Hudson 1991). Άρα οι δομές και οι διαδικασίες των προκατειλημμένων κοινωνικών αναπαραστάσεων εμφανίζονται και στην ομιλία. Οι κοινωνικές λειτουργίες μιας τέτοιας προκατειλημμένης επικοινωνίας είναι ότι μοιραζόμαστε την κοινωνική γνώση και απόψεις με άλλα μέλη της έσω-ομάδας, για να δείξουμε και να ενισχύσουμε την υπαγωγή στην ομάδα (Van Dijk 1996). Η κοινωνική κατηγοριοποίηση, η οποία είναι μια βασική γνωστική διαδικασία μέσω της οποίας επιχειρείται ο χωρισμός και η οργάνωση του κοινωνικού κόσμου σε κοινωνικές κατηγορίες ή ομάδες, είναι απαραίτητο μέρος της διαδικασίας της επικοινωνίας με τους άλλους. Με αυτή την έννοια μπορεί να θεωρηθεί ως μια θετική και αναπόφευκτη διαδικασία. Η κατηγοριοποίηση, όμως, αυτή μπορεί να έχει και αρνητικές πλευρές και τότε παύει να είναι ένας τρόπος κοινωνικοποίησης. Μπορεί να γίνει ένα μέσο ρήξης ή απόρριψης ή εκλογικευμένης προκατάληψης, και με αυτή την αρνητική συνεκδοχή συνήθως συνδέεται με τον όρο «στερεότυπο» (Saville-Troike 1995).

Τα στερεότυπα θεωρούνται ότι παρουσιάζουν το περιεχόμενο των κοινωνικών κατηγοριών. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικές πλευρές των στερεοτύπων (Hewstone & Giles 1997, 271):

  1. Οι άλλοι κατηγοριοποιούνται συνήθως με βάση τα χαρακτηριστικά που είναι εύκολα αναγνωρίσιμα, όπως είναι το φύλο, η εθνότητα, ο τρόπος ομιλίας.
  2. Μια ομάδα χαρακτηριστικών, ρόλων, συναισθημάτων, ικανοτήτων, ενδιαφερόντων κ.λπ. αποδίδεται σε όλα (ή στα περισσότερα) μέλη αυτής της κατηγορίας. Τα άτομα που ανήκουν σε στερεότυπες ομάδες υποτίθεται ότι είναι όμοια μεταξύ τους και διαφέρουν από τις άλλες ομάδες ως προς αυτά τα χαρακτηριστικά.
  3. Η ομάδα των χαρακτηριστικών αποδίδεται σε κάθε μέλος ξεχωριστά που ανήκει σε αυτή την κατηγορία.

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η διαδικασία δημιουργίας στερεοτύπων περιλαμβάνει κάτι το εξεζητημένο, το υπερβολικό που συνδέεται με αυτή την κατηγορία. Το να κάνουμε κρίσεις για τους ανθρώπους σύμφωνα με τα γλωσσικά τους χαρακτηριστικά είναι ένας συνηθισμένος τρόπος στερεοτύπου λόγω της «ορατής» φύσης των δεικτών στη γλώσσα οι οποίοι συσχετίζονται με εξωγλωσσικές κοινωνικές κατηγορίες, όπως είναι η ηλικία, η κοινωνική τάξη, η θρησκεία και η εθνότητα (Saville-Troike 1995). Τα στερεότυπα εξετάζονται σε σχέση με τη συμπεριφορά με στόχο να κατανοήσουμε το ρόλο τους. Για παράδειγμα, ο εθνοκεντρισμός μπορεί να εκφραστεί σε διαφορετικά γλωσσικά επίπεδα, όπως η ποικιλία στη φωνολογία, τις συντακτικές δομές, τη σημασιολογία, την επιλογή ιδιωματικών εκφράσεων, που μπορούν να συνδεθούν με τα στερεότυπα. Τα στερεότυπα μπορούν να διασυνδεθούν με στρατηγικές από τη θεωρία της προσαρμογής (Hewstone & Giles 1997). Με άλλα λόγια, μπορεί να υπάρχει σύγκλιση ή απόκλιση της ομιλίας ανάλογα με την περίσταση. Η γλώσσα δίνει τα έναυσμα για να ενεργοποιηθούν τα στερεότυπα. Σε μια έρευνα ανάμεσα σε δίγλωσσους Κινέζους στο Hong Kong βρέθηκε ότι η επιλογή της γλώσσας ενεργοποιεί τόσο τα στερεότυπα της έσω-ομάδας όσο και τα στερεότυπα της έξω-ομάδας (Bond 1983).

Οι γλωσσικές προκαταλήψεις, είτε υπέρ είτε κατά ορισμένων διαλέκτων ή γλωσσών, είναι ένα γεγονός της κοινωνιογλωσσικής ζωής που πρέπει να αποδεχτούμε. Οι άνθρωποι βρίσκουν κάποιες προφορές «δυσάρεστες», άλλες «ευχάριστες», κάποιες γλώσσες «μη αποδεκτές» ή τους ομιλητές τους λιγότερο «επιθυμητούς». Επίσης η δημιουργία στερεοτύπων λειτουργεί ανάμεσα σε μέλη διαφορετικών ομάδων μόνο στην αρχική ή επιφανειακή επαφή και δεν επιβιώνει όταν επαναλαμβάνεται η διεπίδραση. Δυστυχώς όμως αυτό δεν οδηγεί αναγκαστικά σε «καλύτερη κατανόηση» (Saville-Troike 1995), γιατί όπως επισημαίνουν οι Segall κ. ά. (1996, 388) «οι στάσεις απέναντι στις έξω-ομάδες αποκτώνται με την κοινωνικοποίηση και την πολιτιστική υπαγωγή στα πρώτα χρόνια της ζωής του ανθρώπου και φαίνεται ότι παραμένουν σταθερές και σχετικά "άτρωτες" από μεταγενέστερες ατομικές εμπειρίες». Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι χαρακτηριστικά που εκτιμώνται σε μια κοινωνία και συνδέονται με μια ομάδα μπορεί να υποτιμώνται σε μια άλλη κοινωνία και σε μια διαφορετική περίσταση. Σε κάποιες περιπτώσεις, τα μακρά διαστήματα σιωπής προκαλούν αμηχανία, ενώ σε κάποιες άλλες επιβάλλονται. Η χρήση ενικού και πληθυντικού επίσης διαφέρει μεταξύ των διαφόρων κοινωνιών. Ο τρόπος που γίνονται οι συστάσεις σε μια εκδήλωση, η αντίληψη για την ακρίβεια του χρόνου είναι μερικά μόνο παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τον παραπάνω ισχυρισμό.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:42