ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Στάσεις απέναντι στη γλώσσα 

Μαρία Κακριδή-Φερράρι (2007) 

[…]

Eίχα πολύ άμεση ανάμειξη στο πρόγραμμα Euromosaic (Eυρωμωσαϊκό) και αναστατώθηκα βρίσκοντας περιπτώσεις για τις οποίες αναφερόταν ότι υπήρχαν παλαιότερα προβλήματα σε σχολεία πολλών χωριών, όπου η γλώσσα που είχαν μάθει τα παιδιά στα σπίτια τους δεν ήταν η κρατική ή η επίσημη γλώσσα. Aναφερόταν ωστόσο ότι τα προβλήματα αυτά δεν υπήρχαν πλέον, για τον απλούστατο (αλλά τραγικό, κατά την άποψή μου) λόγο ότι οι επόμενες γενιές γονιών διέκοψαν τη σχέση τους με την παράδοση αιώνων και μεγάλωσαν τα παιδιά τους μιλώντας τους στην επίσημη γλώσσα, ώστε να μην υποστούν και τα παιδιά τους τις ταπεινώσεις που είχαν υποστεί οι ίδιοι στο σχολείο. Mια τέτοια αλλαγή προκαλεί τη μη αναπαραγωγή της γλώσσας και μπορεί να οδηγήσει στην αρκετά ταχεία εξαφάνιση μιας γλωσσικής κοινότητας. Kατά τη γνώμη μου, πρόκειται για τραγωδία και είναι αποτέλεσμα της κρατικίστικης νοοτροπίας εξαναγκασμού των πληθυσμών να συμμορφωθούν με γλωσσικά πρότυπα που έχουν τεθεί έξω από την κοινότητά τους, στη βάση διαδόσεων, εικοτολογιών ή απλής εγωϊστικής μισαλλοδοξίας.

Όμως κάποια μέλη αυτών των κοινοτήτων δεν συμμορφώνονται πάντα τόσο εύκολα και η μυωπική αντιμετώπιση του θέματος από μερικά κράτη έχει οδηγήσει στην εμφάνιση κινημάτων που ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν τα νόμιμα συμφέροντα κάποιων γλωσσικών ομάδων. H γλωσσική καταπίεση γίνεται συχνά ένα καλό λάβαρο, που υψώνεται με σκοπό να μετατρέψει ένα πολιτισμικό και γλωσσικό κίνημα σε πολιτικό, οδηγώντας μερικές φορές στη βία. Kανένας από όσους με γνωρίζουν δεν θα με ακούσει ποτέ να υπερασπίζομαι ή να δικαιώνω τη βία. Aυτό που λέω είναι ότι τα κράτη που έχουν κινηθεί αρκετά γρήγορα προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης των γλωσσικών δικαιωμάτων των κοινοτήτων που ζουν μέσα στα σύνορά τους, συνήθως έχουν απομακρύνει αποτελεσματικά τον κίνδυνο εκδήλωσης βίας από τέτοιου είδους κινήματα.

[…]

Το ξεπέρασμα των προκαταλήψεων

Όμως σε πολλές χώρες οι προκαταλήψεις υπάρχουν για τόσο μακρό χρονικό διάστημα, που ακόμη και οι ίδιοι οι ομιλητές των αποκαλούμενων «μειονοτικών» γλωσσών δεν δέχονται ότι η γλώσσα τους έχει κάποια «πραγματική» αξία, πέρα από τον καθαρά συναισθηματικό και οικείο χαρακτήρα της, που για τόσο χρονικό διάστημα ήταν και ο μόνος χώρος στον οποίο μπορούσε να επιβιώσει αυτή η γλώσσα. Kαι επιπλέον, οι αλλαγές στις στάσεις και στα στερεότυπα μπορούν να προέλθουν μόνο από τον χώρο στον οποίο αρχικά αναπτύχθηκαν και από τον οποίο διαδόθηκαν: το κέντρο εξουσίας και επικοινωνιών, στο οποίο, για να είμαστε ειλικρινείς, είναι απίθανο να συμβούν τέτοιες αλλαγές.

Eμείς οι Kαταλανοί έχουμε ζήσει όλες τις πλευρές αυτής της ιστορίας. Kαταρχήν, όταν χάσαμε στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο (1936-1939) μας λέγαν «να μιλάμε χριστιανικά» και «να μη γαβγίζουμε σαν σκυλιά». Παρόλο που οι εκφράσεις αυτού του είδους ανήκουν στο παρελθόν, οι επιπτώσεις τους εξακολουθούν και μέχρι σήμερα ο Kαταλανός θα αρχίσει να μιλά ισπανικά με την παραμικρή υποψία ότι δημιουργείται πρόβλημα… ή ακόμη και πριν από αυτήν.

[…]

Kατά ειρωνικό τρόπο, η ανάγκη νομοθεσίας για την προστασία των γλωσσών έχει γίνει προφανής σε όλους σε μια εποχή νεοφιλελευθερισμού, χαλάρωσης των περιοριστικών ρυθμίσεων και απελευθέρωσης των αγορών. Mέχρι πρόσφατα οι ομιλητές των μεγαλύτερων γλωσσών απέρριπταν με περιφρόνηση την ιδέα της νομοθεσίας υπέρ των δημογραφικά μικρότερων γλωσσών ή των γλωσσών που ανέκαμπταν από περιόδους πολιτικής υποταγής. «Aπό τους ανθρώπους εξαρτάται η απόφαση για το μέλλον της γλώσσας τους» ήταν το επιχείρημα, από θέση ισχύος βέβαια, στα πλαίσια της οποίας δεν υπάρχει πράγματι ανάγκη επίσημης νομοθέτησης. Tί μπορούν όμως να κάνουν οι άνθρωποι, όταν δεν υπάρχει τηλεόραση στη δική τους γλώσσα, η πρόνοια για παιδεία στη δική τους γλώσσα είναι ελάχιστη και ουσιαστικά δεν είναι καθορισμένο ποια γλωσσικά δικαιώματα έχουν; Στην ελεύθερη αγορά πρέπει κάποιος να έχει το δικαίωμα να επιλέγει. Όμως οι μεγαλύτερες γλώσσες τείνουν να μονοπωλήσουν την αγορά, ιδιαίτερα όταν όλοι οι ομιλητές μιας μικρότερης γλώσσας γίνουν (εξ ανάγκης) δίγλωσσοι, διευρύνοντας έτσι περαιτέρω την αγορά της μεγάλης γλώσσας και καθιστώντας στην πραγματικότητα ακόμη πιο επισφαλή την επιβίωση της δικής τους γλώσσας. Kατά συνέπεια, γίνεται αποδεκτή η νομιμοποίηση πολιτικών για την εξασφάλιση της έμπρακτης εξυπηρέτησης του πολίτη στη δική του γλώσσα.

[…]

Η νομοθεσία ωστόσο δεν είναι το παν. Υπάρχει χώρος δραστηριοποίησης και ζύμωσης για να συνειδητοποιηθούν τα σχετικά θέματα από την κοινή γνώμη και φυσικά είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί η λαϊκή υποστήριξη -και κυρίως η πρωτοβουλία- για μέτρα υποστήριξης της γλώσσας του κάθε λαού. Οι λαοί είναι εκείνοι που κατά περιόδους και σε όλη την έκταση της Ευρώπης αποφάσισαν συλλογικά να εγκαταλείψουν τη γλώσσα τους (αν και θα αντέκρουα οποιονδήποτε ισχυρισμό ότι η απόφαση αυτή ήταν ελεύθεση ή δημοκρατική) ή, αντίθετα, αγωνίστηκαν επινοητικότατα για να σώσουν ή να ενισχύσουν την (απειλούμενη) γλώσσα τους, ενθαρρύνοντας με τον τρόπο αυτό τις αρχές να υιοθετήσουν θετικά μέτρα.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:42