ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Στάσεις απέναντι στη γλώσσα 

Μαρία Κακριδή-Φερράρι (2007) 

Υπάρχουν πολλοί λόγοι που καθιστούν τη στάση βασική ερμηνευτική μεταβλητή. Θα αναφέρουμε ιδιαίτερα τρεις από αυτούς. Πρώτον, ο όρος φαίνεται να αποτελεί μέρος του συστήματος ορολογίας πολλών ατόμων. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για λέξη μιας ειδικής γλώσσας που επινοήθηκε από εξειδικευμένους ψυχολόγους και έχει περιορισμένη χρήση στο πλαίσιο μιας μικρής ομάδας ανθρώπων. Η στάση είναι ένας όρος κοινής χρήσης. Και μολονότι οι κοινωνικοί ψυχολόγοι μπορεί να επιθυμούν να προσδώσουν μια πιο σαφώς καθορισμένη σημασία στη στάση, φαίνεται ότι υπάρχει σημαντική επικάλυψη στη χρήση του όρου από τους κοινωνικούς ψυχολόγους και το ευρύ κοινό σε βαθμό που να επιτρέπει διαύλους μεταξύ τους επικοινωνίας. Η κοινή ορολογία επιτρέπει να χτιστούν γέφυρες ανάμεσα στην έρευνα και την πρακτική, τη θεωρία και την πολιτική πράξη. Η κοινή ορολογία μειώνει εξάλλου την τάση για επιστημονισμό (Harre et al. 1985) - την αντικατάσταση κοινών όρων από ειδικά επιστημονικά λεξιλόγια.

Στις καθημερινές μας συζητήσεις μιλούμε για τη σημασία των στάσεων στην αποκατάσταση της υγείας. Μια θετική στάση απέναντι στην υγιεινή διατροφή και την άσκηση μπορεί να αυξήσει το προσδόκιμο ζωής. Στη ζωή μιας γλώσσας, οι στάσεις απέναντι στη γλώσσα αυτή φαίνεται να έχουν μεγάλη σημασία για την αποκατάσταση, τη διατήρηση, την παρακμή ή τον θάνατό της. Αν μια κοινότητα είναι εντελώς αρνητική απέναντι στη δίγλωσση εκπαίδευση ή αν επιχειρείται η επιβολή μιας «κοινής» εθνικής γλώσσας, τότε η εφαρμογή μιας σχετικής γλωσσικής πολιτικής είναι απίθανο να επιτύχει.

Η σκιαγράφηση αυτή μας παρέχει ένα δεύτερο λόγο για τον οποίο η στάση αποτελεί σημαντική έννοια. Μια έρευνα στάσεων παρέχει ένα δείκτη των σκέψεων και πεποιθήσεων, προτιμήσεων και επιθυμιών μιας κοινότητας. Οι έρευνες στάσεων παρέχουν κοινωνικούς δείκτες για την αλλαγή των πεποιθήσεων και έτσι τις ευκαιρίες για επιτυχή εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών. Όσον αφορά τις μειονοτικές γλώσσες, έρευνες στάσεων, όπως οι απογραφές, προσφέρουν ένα μέτρο της υγείας μιας γλώσσας. Μια έρευνα για τις στάσεις απέναντι στη γαλλική στον Καναδά, απέναντι στην ισπανική στις ΗΠΑ ή απέναντι στην αγγλική στην Ιαπωνία μπορεί να αποκαλύψει τις δυνατότητες και τα προβλήματα των δεύτερων γλωσσών σε κάθε χώρα. Όπως παρατήρησε ο E.G. Lewis (1981), «κάθε πολιτικό μέτρο για τη γλώσσα, ειδικά στο εκπαιδευτικό σύστημα, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη στάση των πιθανών αποδεκτών του. Μακροπρόθεσμα, καμία πολιτική δεν θα πετύχει, αν δεν κάνει ένα από τα εξής τρία πράγματα: αν δεν προσαρμόζεται στις εκφρασμένες στάσεις των εμπλεκόμενων· αν δεν πείθει εκείνους που εκφράζουν αρνητικές στάσεις για την ορθότητα των μέτρων ή αν δεν επιδιώκει να άρει τις αιτίες της διαφωνίας. Σε κάθε περίπτωση η γνώση των στάσεων είναι πρωταρχική για τη διαμόρφωση μιας πολιτικής καθώς και για την επιτυχημένη εφαρμογή της».

Το κύρος, η αξία και η σημασία μιας γλώσσας μετρούνται συχνότατα και πολύ εύκολα (αν και ατελώς) από τις στάσεις απέναντι στη γλώσσα αυτή. Αυτές μπορούν να μετρηθούν σε ατομικό επίπεδο, ενώ είναι δυνατό να εκμαιευθούν και οι κοινές στάσεις μιας ομάδας ή μιας κοινότητας. Και στα δύο επίπεδα, οι πληροφορίες μπορεί να είναι σημαντικές στην προσπάθεια να αναπαραστήσουμε δημοκρατικά «τις απόψεις του κόσμου». Ωστόσο, οι στάσεις δεν παρέχουν μόνο σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης. Όπως ισχυρίζεται ο Marsh (1982, 72), «το κλειδί για να χρησιμοποιήσουμε σωστά τα δεδομένα μιας έρευνας έτσι ώστε να πάρουμε έγκυρες μαρτυρίες μιας αιτιακής διαδικασίας, είναι η υιοθέτηση ενός μοντέλου». Αυτό σημαίνει ότι μια έρευνα μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση των κοινωνικών διαδικασιών. Σκέψεις γύρω από τον τρόπο με τον οποίο οι στάσεις συνδέονται με τις αιτίες και τα αποτελέσματά τους μπορούν να διαφωτίσουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα ανθρώπινα όντα.

Ο τρίτος λόγος για τον οποίο η στάση αποτελεί σημαντική έννοια έγκειται στη αδιάλειπτη και αποδεδειγμένη χρησιμότητά της. Έχει αντέξει, δηλαδή, στους χώρους της εκπαίδευσης και της ψυχολογίας, στις δοκιμασίες του χρόνου, της θεωρίας και των ιδιαίτερων προτιμήσεων. Από τις πρώιμες εποχές του Δαρβίνου (1872), των Thomas & Znaniecki (1918) και των Thurstone & Chave (1929), η σύγχρονη ψυχολογική αντίληψη της στάσης έχει περιγραφεί ως «μία από τις βασικές έννοιες της κοινωνικής ψυχολογίας ή ακόμη και ως η πλέον διακριτική και εκ των ουκ άνευ έννοια της (αμερικάνικης) κοινωνικής ψυχολογίας» (Jaspars 1978, 256). Η εξειδίκευση της σύγχρονης αντίληψης περί στάσης θα γίνει στην επόμενη ενότητα. Προς το παρόν το συμπέρασμα είναι ότι, για πάνω από εξήντα χρόνια, η στάση έχει αποδειχτεί επανειλημμένα πολύτιμη κατασκευή για τη θεωρία και την έρευνα, την πολιτική και την πρακτική. Ζητήματα που έχουν να κάνουν από τη θρησκεία μέχρι τη φυλή, από τον αθλητισμό μέχρι το σεξ, από τις γλώσσες μέχρι το LSD έχουν χρησιμοποιήσει τις στάσεις ως σημαντική ερμηνευτική μεταβλητή.

Τονίσαμε τρεις λόγους που αναδεικνύουν τη σπουδαιότητα της στάσης. Η στενή της σχέση με τα ατομικά εννοιακά συστήματα, η αξία της ως δείκτη των απόψεων σε μια κοινότητα και η κεντρική της θέση στην ψυχολογική θεωρία και έρευνα για πάνω από εξήντα χρόνια μαρτυρούν ότι η στάση αποτελεί ένα κεντρικό θέμα.

Μετάφραση: Μ. Αραποπούλου

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:42