Dictionary of Linguistic Terms

Results for: "Μ*"

43 items total [1 - 10]
μακρό φωνήεν [long vowel]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
μειονοτική γλώσσα- γλωσσική μειονότητα [minority language - linguistic minority]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
μερωνυμία [meronymy]
Ο όρος αναφέρεται στη σημασιολογική σχέση ανάμεσα σε λεξήματα που το ένα είναι τμήμα ή μέρος ενός άλλου. Π.χ. τα μάτια είναι τμήμα του προσώπου, η ρόδα είναι μέρος του αυτοκινήτου κλπ. Η μερωνυμία είναι το αντίθετο της ολωνυμίας και διακρίνεται από την υπωνυμία με βάση το είδος της σχέσης που συνάπτουν δύο -ή περισσότερα- λεξήματα: στη μερωνυμία η σχέση...
μεσαίο φωνήεν [middle vowel]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
μεσοδοντικό σύμφωνο [interdental consonant]
Βλ. οδοντικό σύμφωνο
 
μεταβατικότητα [transitivity]
O όρος αναφέρεται στη δυνατότητα των ρημάτων να δέχονται, ή όχι, αντικείμενο ή αντικείμενα. Και μπορεί να αποτελέσει κριτήριο για τη διάκρισή τους σε ονοματική φράση ως συμπλήρωμα (που μπορεί να λογίζεται ως «αντικείμενο», π.χ. ...
μεταγλώσσα [metalanguage]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
μεταγλωσσική άρνηση [metalinguistic negation]
Βλ. άρνηση
 
μετάπτωση (σταδιακή τροπή) φωνηέντων - αποφωνία [ablaut / vowel gradation - apophony]
Μορφοφωνολογικό φαινόμενο κατά το οποίο σε μια (ρηματική συνήθως) ρίζα εμφανίζεται ποιοτική ή ποσοτική εναλλαγή φωνηέντων. Πρόκειται για φαινόμενο ιδιαίτερα συχνό στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (ιδιαίτερα κατά την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή φάση), καθώς έτσι μπορούσαν να διακρίνονται μεταξύ τους οι διάφορες μορφολογικές κατηγορίες (πτώσεις, φωνές, χρόνους κλπ.) μιας λέξης (σε μεταγενέστερα στάδια το μορφολογικό σημάδεμα επιτελούνταν κατά κανόνα με την προσθήκη επιθημάτων σε...
μετασχηματιστική γραμματική [transformative grammar]
Βλ. γενετική μετασχηματιστική γραμματική
 
< Previous   [1] 2 3 4 5   Next >
Go to page:Go