άρνηση [negation]

άρνηση [negation]

Στην προτασι(α)κή λογική η άρνηση μιας πρότασης Α είναι μια (σύνθετη, κατά τη λογική) πρόταση ~Α (: όχι Α) και η σημασιακή τους σχέση ορίζεται με βάση την τιμή αλήθειας που παίρνει αυτό που μας λένε, η λογική πρόταση (βλ. τυπική λογική ) που εκφράζουν, σε ένα δυνατό κόσμο : αν 'θα βγούμε το βράδυ' (: Α) είναι αληθές σε έναν κόσμο, τότε 'δεν θα βγούμε το βράδυ' (~Α) είναι ψευδές (στον ίδιο αυτό κόσμο και για τα ίδια πρόσωπα)·και αντίστροφα. Στις φυσικές γλώσσες, αυτή η (βασική;) σημασία της άρνησης φαίνεται να έχει «ραφιναριστεί» σε μεγάλο βαθμό ώστε να υπηρετεί αποτελεσματικότερα τις ποικίλες επικοινωνιακές ανάγκες. Πιο συγκεκριμένα:

Στις φυσικές γλώσσες η αποδοχή του περιεχομένου μιας αρνητικής πρότασης μπορεί και προσανατολίζει καταφατικότερα σε κάτι· αν π.χ. κάποιος μου πει δεν θα βγούμε το βράδυ, μαθαίνω από την αποφατική του, κατά τα άλλα, δήλωση ότι το βράδυ «θα μείνουμε μέσα». Κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην περίπτωση της λογικής: η αποδοχή της αλήθειας τού ~Α (: 'δεν θα βγούμε το βράδυ'), δεν επιτρέπει καμιά σχετική συναγωγή : η μόνη πληροφορία που μπορούμε να αποσπάσουμε σχετικά -αν μπορούμε να μιλούμε με τέτοιους όρους στο πλαίσιο της λογικής- αφορά το τί δεν θα ισχύσει το συγκεκριμένο βράδυ, και όχι το τί θα ισχύσει. Πλησιέστερα προς τη λογική άρνηση φαίνεται να βρίσκεται μια ειδικότερη εκδοχή της άρνησης των φυσικών γλωσσών, η λεγόμενη πολεμική ή μεταγλωσσική άρνηση. Τί προορίζονται να περιγράψουν αυτοί οι χαρακτηρισμοί; Στις περιπτώσεις της μεταγλωσσικής άρνησης, το αρνητικό μόριο λειτουργεί σαν «σβηστήρα»: εξαλείφει ένα κομμάτι γλώσσας από τα συμφραζόμενα , γιατί κακώς βρίσκεται εκεί, αφού είναι ανεπαρκής ή και πέρα για πέρα λανθασμένη η πληροφορία που μεταφέρει. Πρβ. τη διαφορά ανάμεσα στα Η ζακέτα της δεν είχε ένα κουμπί (= της έλειπε ένα κουμπί) και Η ζακέτα της δεν είχε ένα κουμπί· είχε τέσσερα! Μόνο στη δεύτερη περίπτωση (:μεταγλωσσική αρνηση) μπορούμε να υποθέσουμε ότι η πληροφορία 'η ζακέτα της είχε ένα κουμπί' (= ήταν μια μονοκούμπωτη ζακέτα) είχε εγκατασταθεί στα συμφραζόμενα με την ευθύνη της πρότασης Η ζακέτα της είχε ένα κουμπί κάποιου άλλου ομιλητή. Και η παρούσα ομιλήτρια αναλαμβάνει με το δεν της να τη «σβήσει» από 'κει : Η ζακέτα της είχε ένα κουμπί. Μας λέει ουσιαστικά τί δεν ισχύει σχετικά με τη ζακέτα (πρβ. λογική άρνηση), και μόνο· το τί ισχύει έρχεται να το προσθέσει μια δεύτερη πρόταση, η πρόταση Είχε τέσσερα!, ή οποιαδήποτε ανάλογη (Είχε δύο, Ήταν με φερμουάρ, Δεν φορούσε καν ζακέτα κλπ.), που ακολουθεί αμέσως. (Ενώ αντίθετα στην περίπτωση της «κανονικής», μη μεταγλωσσικής, εκδοχής της άρνησης το τί ισχύει [: η ζακέτα της ήταν μονοκούμπωτη] μας το δίνει η ίδια η αρνητική πρόταση, όπως είδαμε λίγο παραπάνω).

Στις φυσικές γλώσσες, αντίθετα απ' ό,τι ισχύει στην (προτασική) λογική, στην οποία αναφερόμαστε από την αρχή, η άρνηση μπορεί να «κατευθύνεται» σε συγκεκριμένο στόχο στο εσωτερικό της πρότασης με διάφορα γλωσσικά μέσα. Στα ελληνικά, με τη χρήση διαφορετικών αρνητικών μορίων ή μορφημάτων συγκεκριμένα, του όχι (π.χ. Με βρίσκει όχι εντελώς σύμφωνο), του μη -όχι μη(ν), προσοχή!- (π.χ. Απαγορεύεται η είσοδος στους μη έχοντες εργασία), του προθήματος α(ν)- (π.χ. ανεπίδεκτος μαθήσεως, άφατος) ή εμφατικής επιτόνισης , που εστιάζει τη δράση του αρνητικού (π.χ. Ο Γιάννης δεν αγαπά τη ΜΑΡΙΑ). Αυτό πάντως που φαίνεται να διαφοροποιεί χαρακτηριστικότερα τη λογική από τη γλωσσική άρνηση είναι η τάση της δεύτερης να καταγράφει την παρουσία του ομιλητή (μια παρουσία που είναι προφανώς αδιάφορη στο αφηρημένο -μη επικοινωνιακό- πλαίσιο της λογικής)· και μάλιστα με πολλαπλό τρόπο:

(α) Με το να παρακολουθεί την ανάγκη μας να δηλώνουμε σε κάποιες περιπτώσεις ότι η άρνηση είναι ενισχυμένη-φορτισμένη: εδώ δεν ανήκουν μόνο οι περιπτώσεις διπλής άρνησης (π.χ. Ούτε ο Γιάννης δεν ήρθε), αλλά και το φαινόμενο της επανενίσχυσης του αρνητικού. Το δε(ν) της ελληνικής, λόγου χάρη, είναι αποκαλυπτικός μάρτυρας μιας τέτοιας διαδικασίας επανενίσχυσης·και σ' ό,τι αφορά τη διαχρονία της ελληνικής: (οὐ+ δέ >) οὐδέ + ἕν > οὐδέν [=ούτε και ένα] > δέν -[1] κακώς το μονοτονικό μας δεν το τονίζει (στα κυπριακά ελληνικά, με την έκπτωση και του δ, έχουμε απλώς έν)· και σε ό,τι αφορά τη συγχρονία της: ΚΑΝΕΙΣ τους δεν ήρθε (αντί απλώς: Δεν ήρθαν), Σε ΤΙΠΟΤΕ δεν μου μοιάζει (αντί απλώς: Δεν μου μοιάζει), ΠΟΥΘΕΝΑ δεν τον είδα (αντί απλώς : Δεν τον είδα) κλπ.

(β) Με το να αλλάζει μορφή, μη(ν) στα ελληνικά, όταν ο ομιλητής (ή, σε πλάγιο λόγο, το υποκείμενο του ρήματος) έχει μια ιδιαίτερη εμπλοκή - η παραδοσιακή γραμματική ορθά μιλούσε για «λόγο επιθυμίας» σε αυτές τις περιπτώσεις: Μην τον ακούς! (: απαγόρευση), Θέλει να μην έρθω (: πλάγιος λόγος επιθυμίας).

(γ) Με το να διεκπεραιώνεται (μεταφορικά ) με εγωκεντρικές-προσωποκεντρικές εκφράσεις ή, γενικότερα, με εκφράσεις που πηγάζουν από την κιναισθητική εμπειρία μας: Μακράν εμού όλα αυτά! (= να μη μου συμβούν), «Έθεσεν εαυτόν εκτός κινήματος» (= δεν ανήκει πλέον στο κίνημα), «χωρίς ντροπή, χωρίς αιδώ» (= δεν έχει ντροπή, δεν έχει αιδώ) κλπ.

Αρκούν ίσως όσα -ελλιπή- παρατέθηκαν παραπάνω για να πείσουν ότι το φαινόμενο της άρνησης είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο και πολυσχιδές. Και αξίζει να σημειώσουμε ότι η δυσκολία του δεν αφορά μόνο τους γλωσσολόγους: η άρνηση είναι από μόνη της πιο σύνθετη και γνωσιακά από την κατάφαση για τον φυσικό ομιλητή , όπως έχει αποδειχθεί από τον χρόνο που απαιτείται για την επεξεργασία προτάσεων με άρνηση σε ψυχογλωσσολογικά πειράματα.

Γ. Βελούδης - Ν. Κατσώχης

1 Πρβ. και το not( < 'no thing') της αγγλικής.

Πηγές

  • Bussmann, H. 1996. Routledge Dictionary of Language and Linguistics. Μτφρ. & επιμ. G. Trauth & K. Kazzazi. Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Routledge.)
  • Βελούδης, Γ. 2005. Η άρνηση. Αθήνα: Πατάκης.

 

Πεδίο

σημασιολογία