ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Δημιουργία της ελληνιστικής κοινής 

Νίκος Παντελίδης (2007) 

Αττικισμός

Όμως οι λόγιοι Έλληνες Γραμματικοί των αλεξανδρινών και μετέπειτα των ρωμαϊκών χρόνων, που έργο τους ήταν να σπουδάζουν και να διδάσκουν τα αριστουργήματα της αρχαϊκής και της κλασσικής εποχής, δεν συμπαθούσαν την απλή κοινή γλώσσα και έκαναν το λάθος να νομίζουν ότι η λογοτεχνική παρακμή της εποχής τους ωφειλόταν στο ότι η γλώσσα απομακρύνθηκε από τη μορφή της δόκιμης αττικής. Δεν μπορούσαν να κάμουν διάκριση ανάμεσα σε γραμματική απλότητα και φτώχεια. Έλπιζαν ότι αρκεί να επαναφέρουν σε χρήση την αρχαία αττική, με τους δυϊκούς, τα απαρέμφατα, τις ευκτικές και ό,τι άλλο η γλωσσική εξέλιξη είχε αχρηστεύσει, για να λάμψη ξανά στον ελληνικό κόσμο λογοτεχνική ακμή εφάμιλλη της κλασσικής.

Η αντίθεση των λογίων προς την Κοινή γίνεται αισθητή κατά τον 1ο αι. π.Χ., επί αυτοκράτορος Αυγούστου, στα μεγάλα πνευματικά κέντρα του Ελληνισμού και ιδίως στην Αλεξάνδρεια. Γίνεται όμως πιο έντονη κατά τον 1ο και 2ο αι. μ.Χ., όταν μια νέα θρησκεία, ο Χριστιανισμός, ως φορέας μιας ριζικά διαφορετικής από τη δική τους θεωρήσεως του κόσμου και της ζωής, πολεμά τον αρχαίο ειδωλολατρικό κόσμο, δηλαδή τα ιερά και τα όσια των λογίων αττικιστών, έχοντας ως γλωσσικό όργανο την περιφρονημένη Κοινή. Έτσι το θρησκευτικό και ιδεολογικό χάσμα που χωρίζει τους δυο αντίμαχους κόσμους γίνεται και γλωσσικό. Στους αυτοκρατορικούς χρόνους η αττικιστική κίνηση μεταφέρεται και στη Ρώμη, όπου πολλοί Έλληνες λόγιοι εργάζονταν ως οικοδιδάσκαλοι.

Εδώ πρέπει να θυμηθούμε ότι κάθε νέα θρησκεία χρησιμοποιεί, για τη διάδοση και την επικράτησή της στις μεγάλες λαϊκές μάζες, την απλή, ζωντανή γλώσσα της εποχής της. Έτσι έγινε π.χ. στις Ινδίες, όταν εμφανίσθηκε ο Βουδισμός, έτσι έγινε στις γερμανικές χώρες, όταν ο Λούθηρος εκήρυξε τη θρησκευτική του μεταρρύθμιση. Αυτό είναι τόσο λογικό και φυσικό, ώστε δεν είναι παράξενο γιατί οι πρώτοι χριστιανοί, παράλληλα με την απολογία για την πίστη τους, χρειάσθηκε να απολογούνται και για τις γλωσσικές πεποιθήσεις τους και για την ορθότητα της γλώσσας της Αγίας Γραφής. Ακόμη και κατά τον 4ο και 5ο αι. μ.Χ. οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς παραπονούνται ότι οι μη χριστιανοί λόγιοι και γραμματικοί περιφρονούν τη γλώσσα των Γραφών και του χριστιανικού κηρύγματος. «Ἐξευτελίζουσι γὰρ τὴν θείαν γραφὴν ὡς βαρβαρόφωνον», γράφει ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης. «Τῆς τῶν ἀποστόλων κατηγοροῦσιν ἀπαιδευσίας, βαρβάρους ἀποκαλοῦντες, τὸ γλαφυρὸν τῆς εὐεπείας οὐκ ἔχοντας», γράφει ο Θεοδώρητος. Γι' αυτό ήδη ο απόστολος Παύλος (Α΄ Κορινθ. 14,8) αφήνει στους πρώτους χριστιανούς και γλωσσικές υποθήκες. «Έὰν ἄδηλον φωνὴν σάλπιγξ δῷ, τίς παρασκευάσεται εἰς πόλεμον; Οὕτω καὶ ὑμεῖς διὰ τῆς γλώσσης, ἐὰν μὴ εὔσημον λόγον δῶτε, πῶς γνωσθήσεται τὸ λαλούμενον; Ἔσεσθε γὰρ εἰς ἀέρα λαλοῦντες». Τα ευαγγέλια, οι απόστολοι του Χριστιανισμού και οι πρώτοι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ήταν φυσικό, προτιμούν την ανάττικη, αρητόρευτη και ακαλλώπιστη γλώσσα, γιατί αποτείνονται στις μεγάλες λαϊκές μάζες. Χαρακτηριστικό της πνευματικής και γλωσσικής αντιθέσεως των δύο κόσμων, του ειδωλολατρικού και του χριστιανικού, είναι το ότι οι γλωσσικοί αφορισμοί των Αττικιστών δεν επηρεάζουν τη γλώσσα της Αγίας Γραφής …

[…]

Δυστυχώς η επιμονή των πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας στη λαϊκή γλώσσα θα λυγίση αργότερα, όταν με τους μουσοτραφείς αποφοίτους ρητορικών σχολών τρεις ιεράρχες, τους αγίους Βασίλειο, Γρηγόριο και Ιωάννη, η ελληνική παιδεία θα εισορμήση στον χριστιανικό στοχασμό και στο εκκλησιαστικό κήρυγμα. Σώζονται μαρτυρίες ότι όταν ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκήρυσσε από τον άμβωνα στην Αντιόχεια, η εκκλησία βούιζε σαν κυψέλη από το κουβεντολόι του εκκλησιάσματος, που δεν εννοούσε τη γλώσσα του κηρύγματος.

Από τότε η Εκκλησία γίνεται λογιώτερη και αποστομώνει τους λίγους πια ειδωλολάτρες αρχαϊστάς, αλλά τη νίκη αυτή την πληρώνει πολύ ακριβά με την οριστική αποξένωσή της από το γλωσσικό αίσθημα και την κατανοητική ικανότητα του λαού.

Και επειδή ο Αττικισμός, όπως λέγεται η στροφή της ελληνικής λογιοσύνης των ρωμαϊκών χρόνων προς τη δόκιμη αττική, είχε συνέπειες απροσμέτρητες για τη μετέπειτα γλωσσική πορεία του Ελληνισμού, γιατί γέννησε τη διγλωσσία που μας τυραννά ως σήμερα, αξίζει να δούμε για λίγο από κοντά το περιεχόμενό του.

Σε τι ακριβώς συνίσταται ο Αττικισμός μπορούμε να το γνωρίσουμε πρώτα από το κήρυγμα των αρχηγών του, όσων σώζονται κείμενα, και έπειτα από τα αποτελέσματά του, δηλαδή από τα γραπτά των οπαδών του, τα οποία αποτελούν την επίσημη γλώσσα του ελληνικού γένους σε όλη τη μετέπειτα ιστορική σταδιοδρομία του.

Δύο είναι οι κυριώτεροι διδάσκαλοι του Αττικισμού στην πιο μαχητική του περίοδο, τον 2ο αι. μ.Χ. Ο Φρύνιχος ο επιλεγόμενος Αράβιος, από τη Βιθυνία, του οποίου σώζεται σύγγραμμα με τον τίτλο «Ἐκλογὴ ὀνομάτων καὶ ρημάτων ἀττικῶν», και ο Μοίρις, του οποίου έργο «Λέξεις ἀττικαὶ κατὰ στοιχεῖον», δηλαδή είδος λεξιλογίου της δόκιμης αττικής, αναφέρει ο Φώτιος.

[…]

Των Αναττικιστών οι μαρτυρίες, όπως του Γαληνού, του Σέξτου Εμπειρικού, παρουσιάζονται συνήθως ως χαλαρή και ποτέ ως έντονη αντίδραση προς την παθιασμένη προσπάθεια των Αττικιστών να εξοστρακίσουν από τη χρήση καθετί που δεν το θεωρούν κληρονομιά των δοκίμων συγγραφέων.

Όπως ήταν φυσικό για την εποχή εκείνη, οι μεγάλες λαϊκές μάζες, ο πολύς λαός, έμεινε αμέτοχος και ούτε πήρε είδηση από το κήρυγμα των Αττικιστών. Εξακολούθησε ανεπηρέαστος να μιλή την ακατάπαυστα εξελισσόμενη και ανανεούμενη γλώσσα του, όπως αρκούν να δείξουν μερικές ιδιωτικές επιστολές, γραμμένες σε παπύρους που βρέθηκαν στην Αίγυπτο, με όλα τα (υπογραμμισμένα) ανάττικα στοιχεία και τις ανορθογραφίες τους…

Αν όμως τα πλατιά λαϊκά στρώματα μένουν ανεπηρέαστα από το κίνημα του Αττικισμού, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις τάξεις των λογίων, που κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους είναι πολύ πυκνότερες παρά στην κλασσική εποχή. Οι διδάσκαλοι και μαθηταί των φιλοσοφικών, φιλολογικών και ρητορικών σχολών, που ήταν σε πλήρη άνθηση στα μεγάλα ελληνικά κέντρα, συναρπάσθηκαν από το ιδανικό του αρχαϊσμού και το ακολούθησαν, ο καθένας ανάλογα με τον βαθμό της αρχαιομάθειας και της καλαισθησίας του.

Έτσι από τον 1ο αι. π.Χ. αρχίζει μια μακρά και ατελείωτη στα βάθη του μέλλοντος σειρά από Αττικιστάς συγγραφείς που με γλωσσικό πρότυπο τα συγγράμματα των Αθηναίων του 5ου αι. π.Χ. θα καλύψουν την ελληνική πνευματική ζωή σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή περίοδο και θα κληροδοτήσουν έναν αδιάλλακτο γλωσσικό αρχαϊσμό στους βυζαντινούς διαδόχους των. Τέτοιοι είναι, ανάμεσα σε άλλους, ο σοφιστής Πολέμων, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, ο Πλούταρχος, ο Φιλόστρατος Β΄, ο Λουκιανός, ο Δίων ο Χρυσόστομος, ο ρήτορας Αριστείδης, ο ελληνομαθής αυτοκράτορας της Ρώμης Μάρκος Αυρήλιος, ο Ωριγένης, ο Πλωτίνος, οι τρεις ιεράρχες που αναφέραμε, ο Φρύνιχος, ο Αρποκρατίων, ο Ιούλιος Πολυδεύκης κ. ά.

Κανένα από τα φωνητικά, μορφολογικά, συντακτικά, λεξιλογικά και σημασιολογικά «λάθη» που επισημαίνουν οι Αττικισταί ή που βρίσκεται στα λαϊκά παπυρικά κείμενα που είδαμε παραπάνω δεν θα το συναντήσουμε στα συγγράμματα των οπαδών του Αττικισμού.

Τα συγγράμματα των Αττικιστών είναι ποσοτικά ανεκτίμητα και αντιπροσωπεύουν μεγάλη πνευματική παράδοση όχι μόνο στην πεζογραφία, που εκτείνεται σε όλες τις μορφές του παραδοσιακού ελληνικού στοχασμού, αλλά και στην ποίηση, όπου μόνο οι επιγραμματοποιοί ανέρχονται σε 300, με 4500 επιγράμματά τους, που μας διασώζει η Παλατινή Ανθολογία. Ότι όμως η γλώσσα, στην οποία όλη αυτή η απέραντη πνευματική παραγωγή είναι θεματογραφημένη, συνετέλεσε καθόλου στην έξαρση της ποιότητός της, αυτό θα ήταν ψέμα. Σπάνια η μεγάλη συγγραφική ικανότης, όπως στην περίπτωση του Πλουτάρχου π.χ. ή του Λουκιανού, κατορθώνει να δώση στα έργα αυτά τη χάρη και τη ζωντάνια ενός συγγράμματος κλασσικού. «Τα κατ' αυτόν τον τρόπον συντασσόμενα επί πολλούς αιώνας πονήματα», γράφει ο Γ. Ν. Χατζιδάκις (Σύντ. Ιστ. ελλ. γλώσσης, σελ. 75 κ.ε.), «κατέστησαν ταχέως κτήμα μόνον των λογιωτέρων τάξεων του έθνους, αλλότρια δε του πολλού λαού, όστις εγκαταλείφθη εις το σκότος της αμαθείας και ηναγκάζετο επί πολλούς αιώνας να τρέφηται δι' αθλίας πνευματικής τροφής, ήτοι ν' αναγινώσκη ευτελή, αμαθή, και άτεχνα αμαθεστέρων συγγραφέων έργα… Η χάρις, η ευκαμψία, η δροσερότης και λοιπαί αρεταί της απ' αυτού του λαού αντλουμένης γλώσσης ελλείπουσι παρ' αυτοίς, και τούτου ένεκα ως επί το πλείστον άψυχα, ανεπέραστα είναι τα έργα αυτών. Ηλίκη διαφορά μεταξύ των διαλόγων του Πλάτωνος και των έργων των Αττικιστών τούτων!»

Ενώ όμως οι λόγιοι συνερίζονταν ο ένας τον άλλον ποιος θα μιμηθή πιστότερα τους αρχαίους Αττικούς, ο πολύς λαός, ανεπιτήρητος και αδέσμευτος γλωσσικά, εξακολούθησε να εξελίσση και να ανανεώνη τη γλώσσα του με συνεχείς νεωτερισμούς σαν αυτούς που είδαμε παραπάνω. Έτσι ήταν αναπότρεπτο να διαμορφωθούν στο πέρασμα του χρόνου δυο γλωσσικές μορφές, άλλη της ομιλουμένης και άλλη της γραφομένης. Η πρώτη θα μπορούσε να παρομιασθή με ένα ποτάμι νερού, που αναβλύζει από φυσικές πηγές και τρέχει ασταμάτητο μέσα στην κοίτη του, ενώ η δεύτερη με την παγωμένη επιφάνεια ενός ποταμού, που με την ακινησία της εξαπατά τη θέα, αλλά δεν μπορεί να εμποδίση την από κάτω ροή του ρεύματος.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:47