Dictionary of Linguistic Terms

Results for: "Ι*"

9 items total [1 - 9]
ιδιόλεκτος [idiolect]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
ιδίωμα [idiom - regional / local variety / speech]
Η γλωσσική ποικιλία που είναι χαρακτηριστική ενός τόπου, αλλά δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από την κοινή, ώστε να μπορεί να θεωρείται διάλεκτός της. Ιδιώματα της ελληνικής μπορούν να θεωρηθούν τοπικές παραλλαγές, όπως της Σύμης, της Χίου, των Δωδεκανήσων, του βορειοελλαδικού χώρου, των Κυκλάδων, της Σαμοθράκης κλπ. p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)...
ιδιωματική έκφραση [idiom]
Η ιδιωματική έκφραση είναι μια ειδική κατηγορία φρασεολογισμού, π.χ. ...
ιεραρχική δομή [hierarchical structure]
Βλ. πρόταση
 
ιουδαιο-γλώσσες [Jewish languages]
Ο όρος αναφέρεται στις καθομιλούμενες γλώσσες που χρησιμοποιούνται στις ανά τον κόσμο εβραϊκές κοινότητες της διασποράς. Τέτοιες γλώσσες είναι η yiddish ή ιουδαιο-γερμανική, η ιουδαιο-αραβική, η ιουδαιο-ισπανική (judezmo) κ.ά. p(author). Μ. Αραποπούλου...
ισόγλωσσα [isoglosses]
Τα γεωγραφικά όρια μέσα στα οποία εμφανίζεται ένα γλωσσικό φαινόμενο (π.χ. η ουράνωση). Τα όρια αυτά αναπαρίστανται ως γραμμές σε γλωσσικούς άτλαντες. Η συγκέντρωση των ισογλώσσων δηλώνει τα όρια μιας διαλέκτου. p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)...
ιστορική γλωσσολογία [historical linguistics]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
ιστορική σημασιολογία [historical linguistics]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
ισχυρή γλώσσα [strong language]
Βλ. ασθενής - ισχυρή γλώσσα
 
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go