ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Γλωσσική ποικιλία [Α9] 

Ρέα Δελβερούδη (2001) 

Κείμενο 21: Kακριδή-Ferrari, M. & Δ. Xειλά-Mαρκοπούλου. 1996. H γλωσσική ποικιλία και η διδασκαλία της νέας ελληνικής ως ξένης γλώσσας. Στο H νέα ελληνική ως ξένη γλώσσα. Aθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή-Xορν, σελ. 29-39,© Ίδρυμα Γουλανδρή-Xορν.

[…] Θα εξετάσουμε τώρα τα κύρια επίπεδα ύφους της ΝΕ: τα βασικά χαρακτηριστικά του προφορικού ύφους γενικά, και ορισμένα από τα επίπεδα ύφους του γραπτού λόγου.

2.2.1 Προφορικό ύφος

Κατά τον Mackridge αλλά και τους Mirambel, Tannen και Σηφιανού, "στη νεότερη Ελλάδα το προφορικό στοιχείο χαρακτηρίζει την πολιτιστική ζωή ευρύτερα απ' ό,τι στις Βορειο-ευρωπαϊκές χώρες". Οι Έλληνες γενικά ζουν και δρουν μαζί: τρώνε, πάνε σινεμά και κάνουν περίπατο παρέα, όχι μόνοι. Ως προς τη συμπεριφορά τους απέναντι στον λόγο, διηγούνται τακτικά ιστορίες και ανέκδοτα, είναι ομιλητικοί, διαχυτικοί, έτοιμοι να πουν τη γνώμη τους σε όλους και για όλα. Διακόπτουν πολύ και δεν ανέχονται τη σιωπή.

Η Tannen διαφοροποιεί ως εξής τους πολιτισμούς της προφορικής από αυτούς της γραπτής επικοινωνίας: "Ό,τι ονομάστηκε "προφορική παράδοση" είναι μια χρήση της γλώσσας που δίνει βαρύνουσα σημασία στο κοινό απόθεμα γνώσεων, ή αλλιώς, στον δεσμό που συνέχει τον πομπό με τους ακροατές του· ό,τι εξάλλου ονομάστηκε "γραπτή παράδοση" δίνει βαρύνουσα σημασία στο περιεχόμενο, αποκομμένο από τα γύρω του συμφραζόμενα, ή αλλιώς, κρατάει σε υπολειτουργία τη διασύνδεση πομπού-ακροατών". Στους πολιτισμούς που χρησιμοποιούν στρατηγικές προφορικής επικοινωνίας έχουμε μεγαλύτερη χρήση εξωγλωσσικών στοιχείων και εστίαση στην κοινωνική αλληλεπίδραση. Αντίθετα, στις κοινωνίες που βασίζονται σε στρατηγικές γραπτής επικοινωνίας -ο ρόλος του σχολείου είναι εδώ καθοριστικός- έχουμε περισσότερο ρητή (λεκτική) υπογράμμιση των στοιχείων και εστίαση στην πληροφορία, όχι στη διασύνδεση των ατόμων.

Με βάση τα παραπάνω, το προφορικό ύφος της ΝΕ, τόσο το διαλογικό όσο και το αφηγηματικό,[1] χαρακτηρίζεται από δύο τάσεις:

  • α) προσπάθεια του ομιλητή να διηγηθεί την ιστορία του έτσι, ώστε να είναι πολύ περισσότερο ζωντανή και ενδιαφέρουσα για το κοινό του, παρά να αποδίδει πιστά την αντικειμενική πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται (έμφαση στη διαπροσωπική σχέση και όχι στο περιεχόμενο).
  • β) χρήση στρατηγικών εμπλοκής [involvement] στην ιστορία ή τη συνομιλία τόσο του ομιλητή, όσο και του ακροατή, εμπλοκή που συμβάλλει αποφασιστικά στη ζωντάνια και αμεσότητα του λόγου, αλλά και στην έμφαση της διαπροσωπικής σχέσης.

Τα γλωσσικά μέσα με τα οποία επιτυγχάνονται οι δύο αυτοί στόχοι είναι τα εξής:

1. Επανάληψη

α) για επαναλαμβανόμενες πράξεις, που δηλώνονται έτσι ζωηρότερα:
Φύγε. Τίποτε. Φύγε. Τίποτε. (αντί: "του είπα πολλές φορές να φύγει και δεν έφευγε").

β) για να τονιστεί ο πυρήνας της διήγησης και να φανεί το κέντρο του ενδιαφέροντός της:
Εγώ ήμουν πάντα με μια πέτρα στην τσάντα
(πρόκειται για την ουσία της ιστορίας).

2. Ευθύς και όχι πλάγιος λόγος, ακόμα και για την έκφραση της σκέψης κάποιου που δεν είναι ο ίδιος ο ομιλητής:

Του λέω: Αν δεν φύγεις…
Μου λέει: Δεν έρχεσαι αύριο να με πάρεις να πάμε κανένα σινεμαδάκι…
Σου λέει: "αυτή δεν έχει καλό σκοπό". (Με την έννοια: "Θα σκέφτηκε μέσα του ότι αυτή δεν έχει καλό σκοπό").

3. Ιστορικός Ενεστώτας για παρελθούσες πράξεις και, γενικότερα, χρήση του τώρα αντί του τότε:

Πέφτει αυτός απάνω μου…
Φοιτήτρια εγώ τώρα…(εννοείται τότε που έγινε το γεγονός)

4. Πολλές ηχομιμητικές λέξεις, συχνά κοινής (συμβατικής) χρήσης:

Βγάζω την πέτρα-τακ!
Έτσι έπεσε, πλαφ!
(πρβ. και ψιτ-ψιτ, ματς-μουτς κ.λπ.)

5. Πολλά και ποικίλα συνώνυμα:

παιδιά: πιτσιρίκια, αγοράκια, πιτσιρικάδες, μπόμπιρες, οι φίλοι του, οι συνομήλικοί του κλπ.

6. Χρήση ερμηνείας και ερμηνευτικών εκφράσεων, ακόμα και όταν η αντικειμενική πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται κάποιος δεν παρέχει τα στοιχεία αυτής της ερμηνείας:

ο ιδιοκτήτης του χτήματος (όταν απλώς φαίνεται κάποιος μέσα σ' ένα χτήμα).

Στην κατηγορία αυτή ανήκουν επίσης "ερμηνευτικές" παραλείψεις σκηνών και πράξεων, που συνέβησαν μεν στην πραγματικότητα, αλλά που, κατά τη γνώμη του αφηγητή, δεν ενδιαφέρουν εκείνη τη στιγμή την αφήγηση. Επίσης ερμηνείες και αιτιολογικές συνδέσεις πράξεων που πιθανόν να μην συνδέονται με τον συγκεκριμένο τρόπο που θέλει ο αφηγητής:

Το αγόρι πέφτει από το ποδήλατο, επειδή είδε το κορίτσι να περνάει (στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε γιατί πέφτει από το ποδήλατο).

Η ερμηνευτική αυτή παρέμβαση του ομιλητή στην αφηγούμενη ιστορία τής προσδίδει συνοχή και κατ' επέκταση ζωντάνια και αμεσότητα.

Οι παραπάνω κατηγορίες παραδειγμάτων δείχνουν, νομίζουμε, σαφώς την εμπλοκή [involvement] του ίδιου του ομιλητή στον λόγο. Έχουμε όμως και επιδίωξη της εμπλοκής του ακροατή στον αφηγούμενο λόγο, η οποία επιτυγχάνεται με τα εξής (μεταξύ άλλων) γλωσσικά μέσα.[2]

1. Με έλλειψη και ελλειπτικές προτάσεις:

Κυκλοφορούσαμε πάντα με μια πέτρα στην τσάντα, και
μόλις μας πείραζε ένας, αμέσως.
Την πρόταση συμπληρώνει στο μυαλό του ο ακροατής, οπότε επιτυγχάνεται η επιδιωκόμενη εμπλοκή του.

2. Με χρήση β' ενικού (αντί του α' ή γ'):

…όπου βλέπεις τον Τάδε να τρέχει… (εννοείτε "όπου βλέπω…")
…που να βλέπεις και να λες… (εννοείται "που να τον
βλέπει κανείς και να λέει")
Το "τέχνασμα" αυτό, λόγω γραμματικής σύμβασης, εισάγει τον ακροατή στην αφηγούμενη ιστορία.

3. Με υποκοριστικά για δημιουργία οικειότητας:

Μου κόβετε λίγη φετούλα, παρακαλώ;

4. Με επαφικές εκφράσεις του τύπου έτσι (ερωτ.) κατάλαβες, ξέρεις κλπ.

Πάμε τώρα, έτσι;
Ήθελε να πάω μαζί του, κατάλαβες;
Μένει εκεί, ξέρεις…

5. Με άλλα μέσα για ψυχολογική ένταξη του ακροατή στον λόγο του ομιλητή:

Τι μου κάνεις;
Τι κάνει το κορίτσι μας;
Θα πάμε πουθενά το Πάσχα; (εννοείται "θα πάτε…")

Η Σηφιανού επιβεβαιώνει τον παραπάνω χαρακτηρισμό της Tannen ως προς τον προφορικό προσανατολισμό της ΝΕ κοινωνίας. Στις έρευνές της σχετικά με την έκφραση της ευγένειας διαπιστώνει ότι χρησιμοποιούμε κυρίως στρατηγικές θετικής ευγένειας (ευγένειας αλληλεγγύης και οικειότητας δηλ.), που χαρακτηρίζει αυτού του τύπου τις κοινωνίες, σε αντίθεση με την αρνητική ευγένεια, που στηρίζεται στον σεβασμό της ατομικής ελευθερίας του άλλου και την αποφυγή παρενόχλησής του. Η τελευταία χαρακτηρίζει κοινωνίες γραπτής επικοινωνίας, π.χ. την αγγλοσαξωνική.

2.2.2 Ποικιλίες γραπτού ύφους

Θα κλείσουμε την ενότητα αυτή με μια συνοπτική αναφορά στα βασικά χαρακτηριστικά τριών επιπέδων ύφους του γραπτού ΝΕ λόγου: του λογοτεχνικού, του δημοσιογραφικού (και του συγγενούς του γραφειοκρατικού) και του επιστημονικού. Υπενθυμίζουμε, αν και θα φανεί στην επισκόπηση που ακολουθεί, το πόσο έχει σφραγίσει και τα τρία επίπεδα ύφους ο μέχρι πριν από μερικά χρόνια παντοδύναμος διαχωρισμός σε Κ-Δ.

2.2.2.1 Λογοτεχνικό ύφος

Δεν θα αναφερθούμε καθόλου στο κεφάλαιο αυτό σε ζητήματα υφολογίας και λογοτεχνικής κριτικής, όπως προκύπτει άλλωστε καθαρά από το όλο πλαίσιο αυτής της συζήτησης. Υπάρχουν ειδικότεροι από εμάς για τα ακανθώδη αυτά ζητήματα. Θα περιοριστούμε εδώ σε δύο κοινωνιογλωσσικές επισημάνσεις, που αφορούν την εκμετάλλευση από τη λογοτεχνία των κοινωνιολέκτων και των επιπέδων ύφους της ΝΕ.

Η λογοτεχνία υπήρξε τα τελευταία εκατό χρόνια το κύριο και, μέχρι αρκετά πρόσφατα, το μόνο προπύργιο της Δημοτικής στον γραπτό λόγο. Η ιδεολογική τοποθέτηση όμως των δημοτικιστών (σοσιαλιστές και εκπρόσωποι της εκσυγχρονιστικής τάσης της αστικής τάξης) και συγχρόνως ο φόβος τους μήπως χαθούν πολλά διαλεκτικά στοιχεία, είτε λόγω της εγκατάλειψης της υπαίθρου είτε λόγω της εξάλειψης των διαλεκτικών διαφορών που επιφέρει η διάδοση της εκπαίδευσης, οδήγησαν τη λογοτεχνική Δημοτική να επιδιώξει συνειδητά την προσέγγιση της γλώσσας του απλού ανθρώπου, και μάλιστα αγροτικής προέλευσης. Έτσι έχουμε λεξιλόγιο του τύπου θαρρώ, ρόδο, παντοτεινά, ο κόρφος, να με συμπαθάς, κοντοστάθηκε, αψηλός, αφουγκράστηκε, το σύθαμπο, το δείλι, πλανεύω, σιμώνω κ.ά.

Μετά τον πόλεμο και την εμπειρία του εμφυλίου, όπου σκορπίζονται πια τα οράματα και οι αυταπάτες, η λογοτεχνική γλώσσα τείνει να γίνει ρεαλιστικότερη. Εγκαταλείπει σταδιακά τα διαλεκτικά και πολλές φορές και τεχνητά δημοτικοφανή στοιχεία και συμφιλιώνεται με τα λόγια. Σταθμός στην πορεία αυτή θεωρείται το Τρίτο Στεφάνι του Κ. Ταχτσή, σε μια γλώσσα που εικονίζει πια πιστά τη γλώσσα της μέσης τάξης σε κάποιο μεγάλο αστικό κέντρο.

Η τάση αυτή ολοκληρώνεται με τη μεταδικτατορική πεζογραφία, όπου στον απόλυτα σχεδόν ρεαλιστικό λόγο ενσωματώνονται όλο και πιο πολύ στοιχεία από τις -λιγότερο ή περισσότερο- "περιθωριακές" ομάδες (βλ. παραπάνω), κυρίως αυτής των νέων.

Θα ήταν, νομίζω, ενδιαφέρον να ανιχνευόταν από κοινωνιογλωσσική σκοπιά, όχι αποκλειστικά υφολογική, και ένα άλλο ζήτημα σχετικό με τα θέματα που θίξαμε: η απόδοση από του πεζογράφους της προφορικότητας μιας αφήγησης ή ενός διαλόγου. Με ποια γλωσσικά μέσα δηλ. και με ποιους συμβιβασμούς προς τον γραπτό λόγο επιτυγχάνεται η εντύπωση αυθόρμητου προφορικού λόγου. Από το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου,[3] τη Φανταστική περιπέτεια του Αλ. Κοτζιά, το Πού 'ναι τα φτερά της Μάρως Δούκα, έως τους νεότερους και στην ηλικία συγγραφείς Χρ. Βακαλόπουλο, Βαγ. Ραπτόπουλο κ.ά., έχουν γίνει πολλές απόπειρες απόδοσής του. [4]

2.2.2.2 Δημοσιογραφικό (και γραφειοκρατικό) ύφος

Παρόλο που στον πόλεμο Κ-Δ το δημοσιογραφικό ύφος[5] κράτησε μιαν ενδιάμεση στάση, τόσο ο προσανατολισμός του όσο και η δομή του εξαρτήθηκαν πάντα από την Κ. Κατεξοχήν βέβαια ίσχυσε αυτό για τον γραφειοκρατικό λόγο της διοίκησης.

Η σχετική πρόσφατη απεξάρτηση και των δύο από την Κ τους κληροδότησε ποικίλες ιδιομορφίες, τις οποίες προσπαθούν να εξομαλύνουν διαμορφώνοντας -όχι πάντα επιτυχώς- ένα ομοιογενές λόγιο δημοτικό ύφος.

Το αρχικό μέλημα του δημοσιογραφικού ύφους ήταν, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, να διακριθεί από τον προφορικό λόγο.

Η ταύτιση του προφορικού με το αποκλειστικά συναισθηματικό και πρόχειρο και του γραπτού με το σοβαρό και ουδέτερο ύφος, αποτέλεσμα και αυτό της διμορφικής διάσχισης σε Κ και Δ, οδήγησε την έντυπη δημοσιογραφία χωρίς κανένα συμβιβασμό προς τους τρόπους του δεύτερου. [6]

Στο φωνολογικό επίπεδο αποφεύγει τις συγκοπές φωνηέντων και την έκθλιψη, ευνοώντας έτσι χασμωδίες που δεν επιτρέπει ο προφορικός λόγος: το όνειρο, σε έναν χρόνο, από την Προεδρία, να άρουμε. Επίσης δεν ανέχεται πολλά από τα συμφωνικά συμπλέγματα της Δ (τώρα καθομιλουμένης): επτά, λεπτά, τακτικά (αλλά πια: νύχτα, νυχτερινός).

Από την άλλη πλευρά, τόσο ο δημοσιογραφικός όσο και ο λόγος της διοίκησης, περιεκτικός, σύντομος και συγκροτημένος, όπως πρέπει να είναι, προϋποθέτει ευέλικτη μορφολογία και πυκνή σύνταξη. Έτσι παρατηρούμε στο μορφολογικό επίπεδο τη διατήρηση και χρήση π.χ. των μετοχών ενεργητικού ενεστώτα: ο προεδρεύων του Συμβουλίου, η δεσπόζουσα άποψη, το τρέχον ζήτημα.[7]

Το συντακτικό επίπεδο πάλι χαρακτηρίζεται από

  • τάση για πιο περίπλοκη σύνταξη
  • τάση για χρήση υποτακτικού και αποφυγή παρατακτικού λόγου
  • τάση για χρήση παθητικής σύνταξης, η οποία θεωρείται "αφεστιάζουσα"
  • ιδιαίτερη ροπή στη χρήση ουσιαστικών και γενικής πτώσης (γενικοπάθεια και ουσιαστικομανία τα ονομάζει ο Mackridge).

Έτσι παρατηρούνται και οι γνωστές υπερβολές που διαβάζουμε στις εφημερίδες. Για την επίτευξη του αποτελεσματικότερου ελέγχου των αποφασιζομένων και πραγματοποιουμένων δαπανών των προϋπολογισμών του δημοσίου τομέα με την ευρεία έννοια, καθώς και… (8 συνεχόμενες γενικές, χωρίς τα άρθρα). Στόχος των υπουργών του ΟΠΕΚ είναι ο καθορισμός νέου ορίου παραγωγής πετρελαίου, καθώς και η αύξηση της τιμής του. (Παρόλο που η πρόταση είναι ομαλότερη από την προηγούμενη, βλέπουμε ότι έχουμε και εδώ 9 ουσιαστικά, εκ των οποίων τα 5 έναρθρα, αλλά 1 ρήμα, 1 επίθετο, 1 κτητική αντωνυμία, 1 σύνδεσμο).

Ο παρατηρούμενος όμως τελευταία έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα στην έντυπη και την ηλεκτρονική δημοσιογραφία, σε συνδυασμό και με άλλα φαινόμενα που διαπιστώνονται συγχρόνως στην ΝΕ κοινωνία,[8] εισάγει στην πρώτη στοιχεία από τη δεύτερη. Το εντυπωσιακότερο παράδειγμα είναι οι στερεότυπες εκφράσεις και μεταφορές, με τις οποίες είναι γεμάτα τόσο τα τηλεοπτικά δελτία, όσο και τα πρωτοσέλιδα (και όχι μόνον) των εφημερίδων, κυρίως των ταμπλόιντ, σε μια προσπάθεια να αυξήσουν την ένταση της εντύπωσης πριμοδοτώντας την οικειότητα του λεξιλογίου: έχασε τη μάχη με το θάνατο, η κόλαση της φωτιάς, ο Εγκέλαδος χτύπησε και πάλι, ο υδράργυρος ανεβαίνει γοργά στο θερμόμετρο των σχέσεων κ.ά.

Η αποτελεσματικότητά τους παραμένει υπό αμφισβήτηση, αν δεν αίρεται και τελείως λόγω της υπερβολικής επανάληψης, η οποία εξουδετερώνει την πρωτοτυπία της επιλογής.

2.2.2.3 Επιστημονικό ύφος

Θα τελειώσουμε την επισκόπησή μας με μερικές σύντομες παρατηρήσεις σχετικά με τον επιστημονικό λόγο.

Στην κλίμακα των επιπέδων ύφους που παρακολουθήσαμε ο επιστημονικός λόγος -περισσότερο λόγω του κύρους του και λιγότερο λόγω των καθαρά γλωσσικών χαρακτηριστικών του- τοποθετείται συνήθως στην κορυφή. Θεωρείται ότι αποτελεί την επισημότερη ποικιλία γραπτού ύφους. Περιγραφικός, αλλά χωρίς το συναισθηματικό λεξιλόγιο της λογοτεχνικής περιγραφής, πληροφοριακός, αλλά πολύ πιο πυκνός και ασφαλώς αντικειμενικότερος από τον δημοσιογραφικό, απομακρύνεται πιο πολύ από όλα τα επίπεδα ύφους από τον καθημερινό λόγο.

Χαρακτηριστικά του είναι η κυριολεξία, η χρήση τεχνικής ορολογίας, η "ευπρέπεια" στην έκφραση και η χρησιμοποίηση επιχειρημάτων με αποδεικτικό στόχο.

Τον διακρίνει κυρίως η αυστηρότερη σύνταξη:

  • προκρίνει και αυτός τον υποτακτικό λόγο
  • επιλέγει συνθετότερη χρήση συνδέσμων και μορίων
  • προτιμά την παθητική σύνταξη περισσότερο από κάθε άλλο λόγο είδος λόγου
  • χρησιμοποιεί πολλούς και διαπλεκόμενους μεταξύ τους ονοματικούς προσδιορισμούς.

Η επιδίωξη σαφήνειας και ακριβολογίας τον οδηγεί συχνά στην επανάληψη του ίδιου όρου και την αποφυγή συνωνύμων, κάτι που δεν συμβαίνει στα άλλα επίπεδα ύφους.

Τέλος, επιδιώκει να είναι άχρωμος, απρόσωπος και να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο όχι από την καθομιλουμένη, ακόμη κι αν αυτό αποκλίνει από το κλιτικό παράδειγμα της γλώσσας: ύδωρ αντί νερό, ήπαρ αντί συκώτι, οστούν αντί κόκαλο κ.ο.κ. Η χρήση αυτών αντί των αντίστοιχων καθημερινών λέξεων αποκαλύπτει, αλλά και δημιουργεί επιστημονικό (και επιστημονικοφανές) ύφος.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 11:05