ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Γλωσσική ποικιλία [Α9] 

Ρέα Δελβερούδη (2001) 

Κείμενο 23: Kακριδή-Ferrari, M. & Δ. Xειλά-Mαρκοπούλου. 1996. H γλωσσική ποικιλία και η διδασκαλία της νέας ελληνικής ως ξένης γλώσσας. Στο H νέα ελληνική ως ξένη γλώσσα. Aθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή-Xορν, σελ. 26-28, © Ίδρυμα Γουλανδρή-Xορν.

[…] Ως προς τη ΝΕ τώρα, το κύριο κοινωνιογλωσσικό της γνώρισμα είναι η για πολλούς αιώνες ύπαρξη διμορφίαςεσωτερικής διγλωσσίας - diglossia),[1] ο διαχωρισμός δηλ. σε Καθαρεύουσα (Κ) - Δημοτική (Δ). Παρόλο που και επισήμως έχει εκλείψει από το 1976, ο διαχωρισμός αυτός, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, κληροδότησε στη ΝΕ πλήθος ιδιαιτεροτήτων, που είναι δύσκολο να καταλάβει ένας ξένος.

Στη διμορφία ακριβώς οφείλονται πολυτυπίες με υφολογικές/ σημασιολογικές διαφορές, που αναγκαστικά θα πρέπει να διδαχθεί ο ξένος, για να μπορέσει να χρησιμοποιήσει σωστά τη γλώσσα. Αναφέρουμε μερικά παραδείγματα:

  • Λεπτά / λεφτά αδιακρίτως, αλλά: λεπτός / λεπτομέρεια
  • Κτήμα / χτήμα
  • Πτέρυγα, αλλά: φτερό, φτερούγα
  • Διασχίζω, αλλά: σκίζω
  • Ασθένεια / αρρώστια

Κατά κανόνα, ο τύπος που προέρχεται από την Κ (τώρα λόγιος) χαρακτηρίζει τα αφηρημένα σε σχέση με τα συγκεκριμένα ("κτήμα ες αεί", αλλά το χτήμα στο χωριό), τη μεταφορική σε σχέση με την κυριολεκτική σημασία (πτέρυγα του νοσοκομείου, αλλά φτερούγα του κοτόπουλου), το επίσημο αντί του καθημερινού ύφους (ασθένεια / αρρώστια). Μπορεί βέβαια να υπάρχουν και άλλες διαφορές κωδικοποιημένες ήδη μέσα στο σύστημά μας: άλλο έννοια, άλλο έννοια-έγνοια (φροντίδα), άλλο μαλακός, άλλο μαλθακός.[2]

Ο ξένος θα ρωτήσει για τις ιδιαιτερότητες αυτές και η απάντηση που θα του δοθεί πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τη γνώση α) της διαχρονικής προέλευσης και β) της συγχρονικής χρήσης.

Η διαφοροποίηση σε Κ-Δ, όσο κι αν επισήμως δεν υφίσταται πια, έχει διαποτίσει και τις δύο βασικές κοινωνιολέκτους της ΝΕ: α) το ιδίωμα των μορφωμένων (των αστικών κέντρων) και β) τη λαϊκή γλώσσα των μη μορφωμένων. Σε μεγάλο βαθμό επίσης τα διάφορα επίπεδα ύφους του γραπτού λόγου.

Σχετικά με τις δύο παραπάνω θεμελιακές κοινωνιολέκτους της ΝΕ δεν υπάρχει ακόμα μια συστηματική μελέτη μεγάλης κλίμακας, με στατιστικά δεδομένα, όπως θα χρειαζόταν. Οι μελέτες που έχουμε στη διάθεσή μας ερευνούν κάποιες μεμονωμένες γλωσσικές μεταβλητές και τους κοινωνικούς και γλωσσικούς παράγοντες εμφάνισής τους, όχι όμως όλα τα γλωσσικά γνωρίσματα κάποιας κοινωνιογλωσσικής ποικιλίας, πράγμα άλλωστε σημαντικά πιο δύσκολο. Έτσι, οι πληροφορίες που έχουμε για τις δύο κοινωνιολέκτους περιορίζονται σε επιμέρους παρατηρήσεις, όταν η κοινωνική κατηγορία της μόρφωσης ερευνάται ως ένας από τους παράγοντες που καθορίζουν τις συγκεκριμένες παραγωγές κάποιας γλωσσικής μεταβλητής […].

[1] Υπενθυμίζουμε ότι ονομάζεται έτσι η ακραία έκφραση του διαχωρισμού σε επίσημο-ανεπίσημο λόγο. Εάν όλα τα κράτη με γραπτή παράδοση διακρίνουν ανάμεσα στα δύο αυτά επίπεδα ύφους, δεν έχουν όμως όλα διμορφία. Κατά τον Ferguson, έχουμε διμορφία, όταν μια γλωσσική κοινότητα που χρησιμοποιεί διαφοροποιημένες ποικιλίες επίσημου-ανεπίσημου ύφους χαρακτηρίζεται συγχρόνως και από τα εξής: α) απόλυτο διαχωρισμό των λειτουργιών που εξυπηρετούν οι δύο μορφές (Κ-Δ στην περίπτωσή μας), β) υψηλό κοινωνικό γόητρο της επίσημης μορφής, γ) ύπαρξη αξιόλογης λογοτεχνικής παράδοσης στην επίσημη μορφή και δ) το γεγονός -που θεωρείται και το καθοριστικότερο για τον ορισμό του φαινομένου- ότι η υπερκείμενη επίσημη μορφή δεν μαθαίνεται αυθόρμητα και αβίαστα, ως μητρική γλώσσα των παιδιών, από καμιά ομάδα της γλωσσικής κοινότητας. Η εκμάθησή της γίνεται μόνο στο σχολείο.

[2] Σε τέτοιες περιπτώσεις ποικιλία δεν σημαίνει ότι υπάρχει παντού και η ίδια δυνατότητα επιλογής. Πολλά από τα παραπάνω ζεύγη δεν αποτελούν συνώνυμα, αλλά μαθαίνονται ως διαφορετικά λεξήματα. Η κάποτε εξωσυστηματική υφολογική εναλλαγή κληροδότησε ενδοσυστηματική διαφοροποίηση.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 11:05