ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Γλωσσική ποικιλία [Α9] 

Ρέα Δελβερούδη (2001) 

Κείμενο 2: Sapir, E. [1931] 1949. Dialect. Στο Selected Writings of Edward Sapir in Language, Culture and Personality, επιμ. D. G. Mandelbaum, 83-88. Berkeley, Los Angeles & Λονδίνο: University of California Press, © University of California Press.

Ο όρος διάλεκτος έχει μια συνδήλωση στην τεχνική γλωσσολογική χρήση του, που είναι κάπως διαφορετική από τη συνηθισμένη σημασία του. Για τον γλωσσολόγο δεν υπάρχει πραγματική διαφορά ανάμεσα σε μια διάλεκτο και σε μια γλώσσα, η οποία μπορεί να αποδειχτεί ότι έχει σχέση, οσοδήποτε μακρινή, με μια άλλη γλώσσα. Mε συνειδητή επιλογή, ωστόσο, ο όρος περιορίζεται στην περιγραφή μιας μορφής λόγου η οποία δεν διαφέρει από μια άλλη σε βαθμό τέτοιο που να την καθιστά ακατανόητη στους ομιλητές της τελευταίας. Έτσι, τα μεγάλα ρωσικά και τα λευκορωσικά θεωρούνται διάλεκτοι της ίδιας γλώσσας. Παρομοίως, τα αλσατικά, τα σουαβικά και τα γερμανικά της Ελβετίας είναι διάλεκτοι ή ομάδες διαλέκτων μιας κοινής λαϊκής ομιλίας. Ωστόσο, η κατά λέξη αμοιβαία κατανοησιμότητα δεν είναι κριτήριο πρωτίστου ενδιαφέροντος για τον γλωσσολόγο, ο οποίος ασχολείται περισσότερο με το γεγονός και τη σειρά των ιστορικών σχέσεων στη γλώσσα. Γι' αυτόν, τα σικελικά και τα βενετικά είναι εξίσου διάλεκτοι της ιταλικής, παρόλο που όσον αφορά την αμοιβαία δυνατότητα κατανόησης μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν ανεξάρτητες γλώσσες. Τα ρωσικά, τα πολωνικά, τα τσέχικα, τα βουλγαρικά και τα σέρβικα, που συμβατικά θεωρούνται ανεξάρτητες γλώσσες λόγω της σύνδεσής τους με συγκεκριμένα εθνικά κράτη, είναι διάλεκτοι μιας κοινής σλαβικής γλώσσας ή ενός γλωσσικού πρωτοτύπου στον ίδιο βαθμό που τα βενετικά και τα σικελικά είναι διάλεκτοι μιας υποτιθέμενης κοινής ιταλικής γλώσσας. Όταν δυο εμφανώς συγγενείς μορφές ομιλίας μιλιούνται ταυτόχρονα, ο γλωσσολόγος δεν λέει ότι η μία από τις δύο είναι διάλεκτος της άλλης, αλλά ότι και οι δύο είναι αδελφές διάλεκτοι κάποιου κοινού πρωτοτύπου, γνωστού ή συναγόμενου. Όταν αποκλίνουν τόσο πολύ, ώστε να είναι όχι απλώς αμοιβαία ακατανόητες, αλλά ταυτόχρονα να μην είναι πια τόσο εμφανής η συγγένειά τους, τότε ο όρος γλώσσα χρησιμοποιείται πιο ελεύθερα από τον όρο διάλεκτος, όμως καταρχήν δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ τους. Έτσι, κατά μία έννοια, όλες οι ρομανικές γλώσσες, όλες οι κελτικές γλώσσες, όλες οι γερμανικές γλώσσες, όλες οι σλαβικές γλώσσες και όλες οι ινδοάριες καθομιλούμενες είναι απλώς διαλεκτικές ομάδες μιας κοινής άριας ή ινδοευρωπαϊκής γλώσσας.

Μια ομάδα διαλέκτων είναι απλώς η κοινωνικοποιημένη μορφή της καθολικής τάσης για ατομική διαφοροποίηση στην ομιλία. Αυτές οι παραλλαγές επηρεάζουν τη φωνητική μορφή της γλώσσας, τα τυπικά χαρακτηριστικά της, το λεξιλόγιο, και προσωδιακά γνωρίσματα όπως είναι ο επιτονισμός και ο τόνος. Καμιά γνωστή γλώσσα, εκτός αν αυτή έχει διατηρηθεί τεχνητά στη θρησκευτική λειτουργική ή σε άλλες μη λαϊκές χρήσεις, δεν έχει αντισταθεί στην τάση να χωρίζεται σε διαλέκτους, οποιαδήποτε από τις οποίες μπορεί, μακροπρόθεσμα, να αποκτήσει την υπόσταση ανεξάρτητης γλώσσας. Από τις διαλέκτους που σχηματίζονται μέσα από την εγγενή διαφοροποίηση μπορεί κάποιος να διακρίνει εκείνες που οφείλουν την προέλευσή τους σε μεταβιβάσεις ομιλίας. Μια κοινότητα που υιοθετεί μια γλώσσα διαφορετική από αυτήν στην οποία ήταν αρχικά συνηθισμένη, θα μεταφέρει ασυναίσθητα στην υιοθετημένη γλώσσα ιδιαιτερότητες του δικού της τρόπου ομιλίας, αρκετά έντονες ώστε να προσδώσουν στη χρήση της ξένης γλώσσας μια γεύση διαλέκτου. Πολλοί γλωσσολόγοι αποδίδουν μεγάλη σημασία στην επιρροή που έχουν ξεπερασμένες γλώσσες στον σχηματισμό διαλέκτων. Έτσι, κάποιες χαρακτηριστικές ιδιαιτερότητες κοινές και στα κελτικά και στα γερμανικά υποτίθεται πως οφείλονται στη διατήρηση φωνητικών ιδιαιτεροτήτων των προ-αρίων γλωσσών.

Στην λιγότερο τεχνική ή απλά στη λαϊκή του χρήση ο όρος διάλεκτος έχει κάπως διαφορετικές συνδηλώσεις. Η ανθρώπινη ομιλία υποτίθεται πως διαφοροποιείται και τυποποιείται σε έναν αριθμό αποδεκτών μορφών, που είναι γνωστές ως "γλώσσες" και καθεμιά από τις οποίες έχει ένα αριθμό υποποικιλιών μικρότερης αξίας που είναι γνωστές ως "διάλεκτοι". Μια διάλεκτος αντιμετωπίζεται ως απόκλιση από την πρότυπη νόρμα και σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και ως διαφθορά της. Ιστορικά αυτή η άποψη δεν ευσταθεί, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των λεγόμενων διαλέκτων είναι απλώς η ομαλή, διαφοροποιημένη εξέλιξη προγενέστερων μορφών ομιλίας που προηγούνται των αναγνωρισμένων γλωσσών. Η σύγχυση που επικρατεί στο κοινό γύρω από αυτό το θέμα οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι το ζήτημα της γλώσσας έχει ταυτιστεί σε δεύτερο επίπεδο με αυτό της εθνότητας στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτισμικής και εθνικής ομάδας η οποία, με το πέρασμα του χρόνου, απορροφά την τοπική παράδοση. Η γλώσσα μιας τέτοιας εθνότητας στηρίζεται γενικά σε μια τοπική διάλεκτο και εξαπλώνεται σε βάρος άλλων διαλέκτων που ήταν αρχικά το ίδιο προνομιούχες όσο η και η πολιτισμικά ισχυρότερη.

Για παράδειγμα, από τον μεγάλο αριθμό διαλέκτων που μιλιούνται στη Γερμανία, τη γερμανόφωνη Ελβετία και την Αυστρία, πολύ λίγες είναι αυτές που, αν υπάρχουν, μπορούν να θεωρηθούν ως τροποποιημένες μορφές της πολιτισμικά αποδεκτής υψηλής γερμανικής που χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία, τον άμβωνα, τη σκηνή, και σε κάθε πολιτισμική δραστηριότητα γενικότερα. Οι διάλεκτοι του γερμανόφωνου λαού απλώνονται πίσω στο παρελθόν χωρίς διακοπή μέχρι την παλαιά υψηλή γερμανική του Πρώιμου Μεσαίωνα, μια γερμανική που ήταν ακόμη και τότε σε μεγάλο βαθμό διαφοροποιημένη σε διαλέκτους. Η παρούσα τυποποιημένη γερμανική των σχολείων αναδύθηκε σχετικά αργά στην ιστορία της γερμανικής γλώσσας, ως αποτέλεσμα της καθιέρωσης μιας από τις άνω σαξονικές διαλέκτους ως αναγνωρισμένο μέσο επίσημης επικοινωνίας εντός των γερμανόφωνων επικρατειών. Η Bίβλος του Λούθηρου συντέλεσε σημαντικά στη διάδοση αυτής της μορφής της γερμανικής ως αναγνωρισμένης πρότυπης. Χρειάστηκε όμως πολύς καιρός για να αποκτήσει η υψηλή γερμανική μια αναγνωρισμένη φωνητική μορφή και να θεωρείται μια επαρκώς τυποποιημένη μορφή προφορικής επικοινωνίας· ακόμη και σήμερα μια μεγάλη μερίδα των Γερμανών, περιλαμβανομένων και των μορφωμένων τάξεων, είναι δίγλωσσοι με την έννοια ότι χρησιμοποιούν την τυποποιημένη γερμανική για επίσημους σκοπούς αλλά καταφεύγουν στην τοπική διάλεκτο για πιο οικείες χρήσεις.

Η ιστορία της γερμανικής μπορεί να συγκριθεί λίγο πολύ με την ιστορία όλων των άλλων εθνικών γλωσσών της Ευρώπης, καθώς και άλλων περιοχών του κόσμου. Ως αποτέλεσμα πολιτισμικών παραγόντων του ενός ή του άλλου είδους, μια τοπική διάλεκτος γίνεται αποδεκτή ως η προτιμώμενη ή επιθυμητή μορφή ομιλίας μέσα σε μια γλωσσική κοινότητα, η οποία είναι κατακερματισμένη σε ένα μεγάλο αριθμό διαλέκτων. Αυτή η αποδεκτή τοπική διάλεκτος γίνεται το σύμβολο πολιτισμικών αξιών και εξαπλώνεται σε βάρος άλλων τοπικών μορφών ομιλίας. Η τυποποιημένη μορφή ομιλίας αποκτά όλο και μεγαλύτερη σταθερότητα στο λεξιλόγιο, στη μορφή και τελικά στην προφορά. Οι ομιλητές τοπικών διαλέκτων αρχίζουν να ντρέπονται για τις "περίεργες" μορφές ομιλίας τους, επειδή αυτές δεν έχουν το γόητρο της τυποποιημένης γλώσσας· τελικά, δημιουργείται η ψευδαίσθηση μιας κυρίαρχης γλώσσας, που ανήκει στη μεγάλη έκταση η οποία είναι η επικράτεια ενός έθνους ή μιας εθνότητας, και πολλών τοπικών μορφών ομιλίας, που θεωρούνται ακαλλιέργητες ή ξεπεσμένες παραλλαγές της κυρίαρχης νόρμας.

Οι τοπικές διάλεκτοι είναι, κατά μία έννοια, μειονοτικές γλώσσες, αλλά ο όρος μειονοτική γλώσσα θα πρέπει να φυλαχτεί για μια τελείως διακριτή ποικιλία ομιλίας που χρησιμοποιείται από μια μειονοτική εθνότητα που ζει εντός της πολιτικής διάρθρωσης ενός έθνους. Παράδειγμα μιας τέτοιας μειονοτικής γλώσσας θα μπορούσε να είναι η βασκική της νοτιοδυτικής Γαλλίας και της βόρειας Ισπανίας ή τα βρετονικά της Βρετάνης. Αυτές οι γλώσσες δεν είναι διάλεκτοι της γαλλικής και της ισπανικής, αλλά ιστορικά διακριτές γλώσσες που κατέληξαν να κατέχουν πολιτισμικά δευτερεύουσες θέσεις.

Δεν υπάρχει φυσικά καμία ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε μια διάλεκτο και σε μια τοπική παραλλαγή μικρότερης εμβέλειας όπως τα αγγλικά της Νέας Αγγλίας σε αντιπαράθεση με την αγγλική των κεντροδυτικών Hνωμένων Πολιτειών. Σε παλαιότερες διαλέκτους η σχέση με την τυποποιημένη ποικιλία είναι μάλλον δευτερεύουσα, ενώ σε τοπικές παραλλαγές όπως της Nέας Aγγλίας σε αντίθεση με αυτή των κεντροδυτικών πολιτειών των Η.Π.Α., η πρότυπη αγγλική, όσο χαλαρά και αν ορίζεται, είναι παρούσα στο μυαλό όλων ως το φυσικό υπόβαθρο για όλες αυτές τις παραλλαγές, που είναι επομένως ψυχολογικά, αν όχι στο σύνολο ιστορικά, παραλλαγές της κυρίαρχης ή της πρότυπης νόρμας. Θα ήταν πιθανό ο ομιλητής μιας τοπικής ελβετικής διαλέκτου ή ο ομιλητής της αγγλικής του Yorkshire να αναπτύξει ένα εθνικιστικό κήρυγμα γύρω από την τοπική του διάλεκτο, ερχόμενος σε σύγκρουση με την αποδεκτή ποικιλία των μορφωμένων· ωστόσο, ένα τέτοιο εγχείρημα για τα αγγλικά της κεντροδυτικής Aμερικής θα ήταν μάλλον εγγενώς παράλογο, εξαιτίας του αισθήματος ότι αυτή η μορφή της αγγλικής, στην καλύτερη περίπτωση δεν είναι παρά μια αργοπορημένη απόκλιση από μια προγενέστερη νόρμα. Όπως όμως συμβαίνει συνήθως με τα κοινωνικά φαινόμενα, αυτό που μετράει δεν είναι τα αντικειμενικά γεγονότα της ιστορίας αλλά ο συμβολισμός που υποκρύπτουν οι στάσεις.

Από την εποχή της διαμόρφωσης των μεγάλων εθνικών γλωσσών της Ευρώπης, κοντά στα τέλη του Mεσαίωνα, πολλοί κοινωνικοί και πολιτικοί παράγοντες επενέργησαν με τρόπο που έθεσε σε κίνδυνο τη θέση των τοπικών διαλέκτων. Καθώς αυξανόταν η δύναμη του ηγεμόνα, η γλώσσα της αυλής κέρδιζε σε αίγλη και εξαπλωνόταν μέσα από όλα τα παρακλάδια της επίσημης σφαίρας. Στο μεταξύ, ενώ η ρωμαιοκαθολική και ελληνική εκκλησία, με τις ιερές γλώσσες της λειτουργίας, λίγο ενδιαφέρονταν για το ζήτημα της αντιπαράθεσης ανάμεσα στη λαϊκή και την τυποποιημένη γλώσσα, οι προτεσταντικές αιρέσεις, καθώς επιδίωκαν μια πιο άμεση σχέση ανάμεσα στο Θεό και στους πιστούς Tου, ήταν φυσικό να τονίζουν την αξία της λαϊκής γλώσσας και συνέβαλαν στη διάδοση μιας επιλεγμένης μορφής της σε μια ευρύτερη περιοχή. Η επίδραση κειμένων όπως η Bίβλος του Λούθηρου και η Εξουσιοδοτημένη Εκδοχή του King James στην τυποποίηση της αγγλικής και της γερμανικής έχει γίνει συχνά σημείο αναφοράς. Πιο πρόσφατα, η ανάπτυξη της δημόσιας εκπαίδευσης και η αυξανόμενη ανάγκη για κατανοησιμότητα στον επιχειρηματικό κόσμο έχουν δώσει τεράστια ώθηση στη διάδοση των τυποποιημένων ποικιλιών.

Ωστόσο, παρ' όλες αυτές τις επιδράσεις της τυποποίησης, οι τοπικές διάλεκτοι, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, έχουν διατηρηθεί με μια εκπληκτική μάλιστα ζωτικότητα. Προφανώς, το ζήτημα του συντηρητισμού των διαλέκτων δεν είναι ένα εξ ολοκλήρου αρνητικό φαινόμενο, που υποδηλώνει δηλαδή τη γλωσσική αδράνεια και την αποτυχία πρωταρχικών επιρροών να διεισδύσουν σε όλες τις γωνιές μιας δεδομένης επικράτειας. Είναι, σε σημαντικό βαθμό, ένα θετικό φαινόμενο αντίστασης των τοπικών διαλέκτων σε κάτι που γίνεται αμυδρά αισθητό ως εχθρικό. Αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό αν θεωρήσουμε τις γλώσσες και τις διαλέκτους όχι ως εγγενώς καλές ή κακές μορφές ομιλίας αλλά ως σύμβολα κοινωνικών στάσεων. Πριν την ανάπτυξη της μοντέρνας βιομηχανοποίησης ο χαρακτήρας του πολιτισμού ήταν έντονα τοπικός παρ' όλες τις ομοιογενοποιητικές επιρροές του κράτους, της θρησκείας, της εκπαίδευσης και των επιχειρήσεων. Ο πολιτισμός που σταδιακά διέρρεε από τα μεγάλα αστικά κέντρα έδινε την αίσθηση του ξένου και του επιφανειακού παρ' όλη την αίγλη που αναπόφευκτα του αποδιδόταν. Η γλώσσα του σπιτιού συσχετιζόταν με δεσμούς συγγένειας και με τις πρώτες συναισθηματικές εμπειρίες του ατόμου. Έτσι η εκμάθηση μιας τυποποιημένης γλώσσας δεν θα μπορούσε να φαίνεται φυσιολογική παρά μόνο στα λιγοστά κέντρα όπου η υψηλή κοινωνία ένιωθε σαν στο σπίτι της, ενώ ακόμα και σε αυτά αναπτύχθηκε γενικά ένα χάσμα ανάμεσα στην τυποποιημένη γλώσσα των μορφωμένων τάξεων και της λαϊκής ομιλίας των ντόπιων. Γι' αυτό η κόκνεϊ είναι ψυχολογικά τόσο απομακρυσμένη από την πρότυπη βρετανική αγγλική όσο και μια επαρχιακή διάλεκτος του Yorkshire ή του Devon. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Γερμανία και την Ιταλία, ο πολιτισμός που αντιπροσωπεύεται, ας πούμε, από την τυποποιημένη γερμανική ή την τυποποιημένη ιταλική ήταν, μέχρι πρόσφατα, ένα εξαιρετικά αδύναμο ψυχολογικό κατασκεύασμα του οποίου ο επίσημος λόγος δύσκολα θα μπορούσε να αναλάβει το έργο να συμβολίσει ικανοποιητικά τις εξαιρετικά διαφοροποιημένες λαϊκές κουλτούρες των γερμανόφωνων και ιταλόφωνων περιοχών.

Η εποχή του Διαφωτισμού, τον 18ο αιώνα, ήταν στο σύνολό της εχθρική απέναντι στη διατήρηση των διαλέκτων, αλλά το ρομαντικό κίνημα που την ακολούθησε έδωσε στη λαϊκή γλώσσα μια αίγλη που μάλλον είχε να κάνει με την εξιδανίκευση των τοπικών γλωσσών ως συμβόλων εθνικής αλληλεγγύης και εδαφικής ακεραιότητας. Λίγοι συγγραφείς του 17ου ή του 18ου αιώνα θα έπαιρναν στα σοβαρά τη χρήση διαλέκτων στη λογοτεχνία. Μόνο αργότερα στάθηκε δυνατό να αποκατασταθεί με ρομαντικό τρόπο η σκοτσέζικη των lowlands μέσα από τους στίχους του Robert Burns, να μοχθήσει ο Fritz Reuter για την καθιέρωση μιας λογοτεχνικής γλώσσας βασισμένη στην κάτω γερμανική (Plattdeutch) και να επιχειρήσει ο Mistral να ξαναζωντανέψει τη χαμένη δόξα της προβηγκιανής. Μπορεί κάποιος να υποψιαστεί ότι αυτή η ανανεωμένη έμφαση στις γλωσσικές διαφορές είναι μια περαστική φάση στην ιστορία του μοντέρνου ανθρώπου. Ακόμα κι έτσι, έχει μεγάλη σχέση με την ανάδυση νέων εθνικισμών στα πρόσφατα χρόνια. Είναι αμφίβολο αν χώρες όπως η Λιθουανία, η Εσθονία και η Τσεχοσλοβακία θα μπορούσαν τόσο εύκολα να αποδείξουν το δίκαιο της ύπαρξής τους αν δεν είχε έρθει η στιγμή να αισθανθούν οι άνθρωποι ότι, όπως ακριβώς κάθε εθνότητα χρειάζεται τη γλώσσα της, έτσι και κάθε γλώσσα που μέχρι τότε δεν συνδεόταν με κάποια πολιτική οντότητα χρειάζεται την εθνότητα και την εδαφική της ανεξαρτησία για να εκπληρώσει την εγγενή αποστολή της. Ίσως το καλύτερο παράδειγμα αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί γλωσσικός ρομαντισμός είναι το εγχείρημα των Ιρλανδών εθνικιστών να ανανεώσουν τη ζωτικότητα της γαελικής, μιας ποικιλίας που ποτέ δεν έχει τυποποιηθεί για λογοτεχνική, πόσο μάλλον για λαϊκή χρήση, και η οποία είναι βαθύτατα ξένη στην πλειοψηφία των πιο ευφραδών από τους Ιρλανδούς εθνικιστές.

Χωρίς αμφιβολία, ο σεβασμός για τοπικές μορφές ομιλίας έχει υποστηριχτεί από την επιστημονική γλωσσολογία και την τάση της να βλέπει όλες τις γλώσσες και τις διαλέκτους ως ίσης ιστορικής σημασίας. Είναι πολύ αμφίβολο, όμως, αν μπορεί ο γλωσσικός τοπικισμός να νικήσει μακροπρόθεσμα. Το σύγχρονο πνεύμα είναι όλο και πιο ρεαλιστικό και πραγματιστικό στον κόσμο της δράσης και εννοιοκρατικό ή κανονιστικό στον κόσμο της σκέψης. Και οι δυο αυτές στάσεις είναι εγγενώς εχθρικές σε οποιαδήποτε μορφή γλωσσικού τοπικισμού και επομένως και στον διαλεκτικό συντηρητισμό. Η υποχρεωτική εκπαίδευση, η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας και η αστικοποίηση είναι κάποιοι από τους πιο προφανείς παράγοντες για την εξάπλωση τέτοιων στάσεων, οι οποίες, όσον αφορά τη γλώσσα, μπορούν να οριστούν με βάση την άποψη ότι οι λέξεις είτε θα πρέπει να οδηγούν σε χωρίς αμφιβολίες δράση ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας τόσο μεγάλης όσο της επιτρέπουν τα πολιτισμικά της όρια ή, στον χώρο της νόησης, θα πρέπει να στοχεύουν στη σύνδεσή τους με έννοιες που θα είναι ολοένα και λιγότερο καθαρά τοπικές στην εφαρμογή τους. Επομένως, μακροπρόθεσμα φαίνεται αρκετά ασφαλές να διακινδυνεύσω να μαντέψω ότι τέτοια κινήματα, όπως αυτό της αναβίωσης της γαελικής στην Ιρλανδία και η προσπάθεια να σωθούν όσο το δυνατόν περισσότερες μειονοτικές γλώσσες και διάλεκτοι από πολιτισμική εξαφάνιση, θα αντιμετωπίζονται σαν κάτι ελαφρώς μεγαλύτερο από μικρές δίνες μέσα στο ισχυρότατο ποτάμι της τυποποίησης που ξεκίνησε στα τέλη του Mεσαίωνα. Το πρόβλημα σήμερα είναι πιο περίπλοκο από το πρόβλημα της κλασικής εποχής ή του Mεσαίωνα, γιατί το σύγχρονο πνεύμα επιβάλλει να πάρει η τυποποίηση τη μορφή όχι μιας αριστοκρατικής αλλά μιας δημοκρατικής διαδικασίας.

Mπορούμε να προσθέσουμε κάτι ακόμη σε σχέση με την κοινωνική ψυχολογία των διαλεκτικών ποικιλιών. Κατά βάση, χαρακτηριστικά διαλεκτικές ιδιαιτερότητες έχουν αντιμετωπιστεί ως σύμβολα κατώτερου κύρους· ωστόσο, αν το τοπικό συναίσθημα είναι ισχυρά σημαδεμένο και αν η σημασία της τοπικής ομάδας για την ευρύτερη ζωή του έθνους στο σύνολό του το επιτρέπει, μια τοπική διάλεκτος μπορεί να γίνει το σύμβολο ενός είδους αντεστραμμένης υπερηφάνειας. Έτσι έχουμε το μοναδικό θέαμα της lowland scotch ως αποδεκτό και πανέμορφο γλωσσικό εργαλείο και της κόκνεϊ ως εργαλείο ανεπιθύμητο και άσχημο. Αυτές οι κρίσεις είναι εξωγενείς της γλώσσας, έχουν όμως αποφασιστικό ρόλο στον κόσμο των πολιτισμικών συμβολισμών.

Αν ένα άτομο ανατραφεί σε μια κοινότητα που έχει τη δικιά της χαρακτηριστική διάλεκτο και αργότερα στη ζωή του ταυτιστεί με μια άλλη κοινότητα που τη διακρίνει άλλος τρόπος ομιλίας, αναδύονται κάποια πολύ ενδιαφέροντα προβλήματα προσωπικότητας που ενέχουν τον συμβολισμό του κύρους ή τον συγκινησιακό συμβολισμό αυτών των διαφορετικών μορφών ομιλίας. Άτομα που ταλαντεύονται κάπως ως προς την αντίληψη του δικού τους ρόλου στην κοινωνία μπορεί συχνά να προδίδουν ασυναίσθητα αυτή τους την ανασφάλεια μέσα από μια ταλαντευόμενη προφορά ή επιτόνιση ή επιλογή λέξεων. Όταν κάτω από την επιρροή μιας συναισθηματικής κρίσης αυτά τα άτομα ρίχνονται πίσω στις πρώτες τους συναισθηματικές εμπειρίες - "παλινδρομούν" εν συντομία - είναι πιθανόν να υποτροπιάσουν σε πρώιμες διαλεκτικές γλωσσικές συνήθειες. Mε αυτό θέλουμε να πούμε ότι το ζήτημα της σχέσης του ατόμου με τις διάφορες διαλέκτους και γλώσσες στις οποίες υπόκειται από καιρό σε καιρό έχει πολύ περισσότερο από απλώς περιστασιακό ενδιαφέρον· συνιστά, μάλιστα, μια πολύ σημαντική προσέγγιση στο πρόβλημα της προσωπικότητας που δέχεται τις πιέσεις πολιτισμικών αλλαγών.

Μετάφραση Νίκος Γεωργίου

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 11:05