Dictionary of Linguistic Terms

Results for: "Υ*"

12 items total [1 - 10]
υγρό σύμφωνο [liquid consonant]
Ο όρος αναφέρεται στην κατηγορία συμφώνων που με βάση μια πρώτη, γενική, ταξινόμηση διακρίνονται από τα κυρίως σύμφωνα. Κατά την πραγμάτωση των υγρών ο αέρας περνά ελεύθερα (ή σχετικά ελεύθερα) από τη στοματική κοιλότητα, καθώς δεν υπάρχει κάποιο εμπόδιο που να δημιουργεί αναταραχή ή έντονη διακοπή στην εκφορά τους. Ως προς το χαρακτηριστικό αυτό μοιάζουν με τα φωνήεντα αλλά και...
υπερβολή [hyperbole]
Βλ. σχήμα υπερβολής
 
υπερωικό σύμφωνο [velar consonant]
Όρος που αναφέρεται στην ταξινόμηση των συμφώνων με βάση τον τόπο άρθρωσής τους. Τα σύμφωνα αυτά παράγονται όταν το πίσω μέρος της γλώσσας ακουμπάει στην υπερώα, δηλαδή στο πίσω, μαλακό, μέρος τους ουρανίσκου. Υπερωικά σύμφωνα της νέας ελληνικής είναι τα κλειστά [k g], τα εξακολουθητικά [x γ] και το έρρινο [ŋ] της λέξης [ˈaŋxos]. p(author). Μ. Αραποπούλου...
υπερωνυμία, υπερώνυμος [hyperonymy]
Βλ. υπωνυμία / υπερωνυμία
 
υποθετικά [conditionals]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
υποκειμενικότητα [subjectivity]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
υποκορισμός [hypocorism]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
υπολογιστική γλωσσολογία [computational linguistics]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
υπωνυμία - υπερωνυμία [hyponymy- hyperonymy]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
υφολογία [stylistics]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go