Dictionary of Linguistic Terms

Results for: "Λ*"

30 items total [1 - 10]
λειτουργίες της γλώσσας [language functions]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
λειτουργική γλωσσολογία [functional linguistics]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
λειτουργική κατηγορία [functional category]
Βλ. γραμματικές κατηγορίες
 
λειτουργική λέξη [functional word]
Βλ. λέξη
 
λεκτική πράξη [locutionary act]
Βλ. γλωσσική πράξη
 
λέξη [word]
Η λέξη είναι μια μονάδα του λόγου που αναγνωρίζεται εύκολα από τους φυσικούς ομιλητές στη γλώσσα τους. Ωστόσο, ως επιστημονικό αντικείμενο η λέξη δεν είναι εξίσου εύκολα αναγνωρίσιμη και αναλύσιμη. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης της μορφολογίας ως προς την εσωτερική δομή της, της λεξικολογίας ως προς τη σημασία της, αλλά και της λεξικογραφίας ως προς τις πρακτικές πλευρές που αφορούν τη...
λέξη, γραμματική [grammatical word]
Βλ. λέξη
 
λέξη, ελεύθερη [free word]
Bλ. λέξη...
λέξη, λειτουργική [functional word]
Βλ. λέξη
 
λέξη, λεξική [lexical word]
Βλ. λέξη
 
< Previous   [1] 2 3   Next >
Go to page:Go